Shein και Temu ο υπ’ αριθμόν ένα εχθρός του βαμβακιού, 60% μερίδιο η συνθετική ίνα
Το πάνελ φιλοξένησε εκπροσώπους τόσο από τις εκκοκκιστικές επιχειρήσεις, όσο και τον κλάδο των εισροών, δίνοντας τον λόγο και σε αγρότες, σε μία απόπειρα να εκφραστούν όλες οι απόψεις για τις εξελίξεις στα λιπάσματα, την σποροπαραγωγή, τις τιμές στα σιτηρά και το εκκοκκισμένο όσο και σύσπορο βαμβάκι. Συντονιστής του πάνελ ήταν ο Γιάννης Παπαδογιάννης, trader με ειδίκευση στο εμπόριο εκκοκκισμένου βάμβακος.
Διαβάστε σε υψηλή ανάλυση την εβδομαδιαία Agrenda
Πιάνοντας το νήμα από την αρχή, ο Νίκος Καραγιώργος, Εκκοκκιστής στην εταιρεία Αφοί Ν. Καραγιώργου ΑΒΕΕ, υπογράμμισε πως η τρέχουσα κατάσταση στην αγορά βαμβακιού παραμένει δύσκολη καθώς η τιμή του βαμβακιού έχει υποχωρήσει στο ένα τρίτο της τιμής που είχε πριν από τρία χρόνια, φτάνοντας στο χαμηλότερο επίπεδο των τελευταίων 15 ετών. Η πτώση των τιμών οφείλεται σε πολλούς παράγοντες: κατά την περίοδο 2020-2021, λόγω της πανδημίας, η κατανάλωση ενδυμάτων αυξήθηκε μέσω διαδικτυακών αγορών, γεγονός που οδήγησε σε προσωρινή κορύφωση των τιμών. Στη συνέχεια, η ζήτηση στράφηκε σε διασκέδαση και ταξίδια, ενώ εκρηκτική άνοδο σημείωσαν και οι πωλήσεις των κινεζικών Shein και Temu με συστατικά αγνώστου προελεύσεως. Επιπλέον, η πολεμική κρίση στην Ουκρανία και ο υψηλός πληθωρισμός μείωσαν την αγοραστική δύναμη των καταναλωτών.
Η αύξηση του κόστους ενέργειας και τροφίμων επιβάρυνε περαιτέρω τους παραγωγούς. Ο κ. Νίκος Καραγιώργος, Εκκοκκιστής στην Αφοί Ν. Καραγιώργου ΑΒΕΕ, υπογράμμισε ότι η αγορά του βαμβακιού βρίσκεται σε ιδιαίτερα δυσχερή φάση, με τις σημερινές τιμές να έχουν υποχωρήσει στο ένα τρίτο σε σχέση με πριν από τρία χρόνια και να διαμορφώνονται στα χαμηλότερα επίπεδα των τελευταίων 15 ετών. Υπενθύμισε ότι το βαμβάκι είναι χρηματιστηριακό προϊόν, γεγονός που συνεπάγεται αστάθεια και κυκλικότητα στις τιμές, οι οποίες, όπως δήλωσε, δεν μπορούν να διατηρηθούν σε τόσο χαμηλά επίπεδα για μεγάλο χρονικό διάστημα. Ωστόσο, υπογράμμισε ότι η καλλιέργεια του βαμβακιού δεν είναι βιώσιμη, όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά και σε διεθνές επίπεδο.
Αναφερόμενος σε σχετική έκθεση του Αμερικανικού Κογκρέσου, σημείωσε ότι ο μέσος βαμβακοπαραγωγός στις ΗΠΑ καταγράφει ζημιά 50 δολαρίων ανά στρέμμα, γεγονός ενδεικτικό της παγκόσμιας δυσκολίας του κλάδου. Παρά τις αντίξοες συνθήκες, εξέφρασε τη βεβαιότητα ότι η τιμή θα ανακάμψει, χωρίς ωστόσο να μπορεί να προσδιορίσει το πότε. Τόνισε ακόμη ότι το βαμβάκι παραμένει το προϊόν με τη μεγαλύτερη χρηματοδότηση σε όλα τα στάδια, τόσο κατά την καλλιέργεια όσο και κατά την παράδοση.
Οι εκκοκκιστικές επιχειρήσεις, όπως ανέφερε, καταβάλλουν το 40% έως 50% της αξίας του προϊόντος προκαταβολικά, πριν ακόμη παραλάβουν τη σοδειά. Οι παραγωγοί που αντιμετωπίζουν οικονομικές δυσκολίες, μπορούν να προσφύγουν είτε σε τραπεζικό δανεισμό είτε σε χρηματοδότηση από τις ίδιες τις εκκοκκιστικές μονάδες. Ολοκληρώνοντας, υπενθύμισε ότι υπάρχουν τόσο κοινά προγράμματα βελτίωσης ποιότητας, όσο και ιδιωτικές πρωτοβουλίες ανά επιχείρηση, καθώς και ειδικές ποικιλίες βαμβακιού που προσφέρουν στους παραγωγούς τη δυνατότητα βελτίωσης της τελικής τιμής.

Ο κ. Κίμων Θεοφανόπουλος, Πρόεδρος της Teofert, παρουσίασε την εικόνα της αγοράς λιπασμάτων και τις προκλήσεις που αντιμετωπίζει ο κλάδος, εκφράζοντας έντονη ανησυχία για το μέλλον. Όπως είπε, παρά τα 35 χρόνια εμπειρίας του στον κλάδο, φέτος αντιμετωπίζει πρωτόγνωρες δυσκολίες. Οι τιμές των πρώτων υλών παραμένουν σε υψηλά επίπεδα, ενώ τα τελικά προϊόντα δεν ακολουθούν την ίδια ανοδική πορεία.
Ο πόλεμος στην Ουκρανία, αν και εξηγεί εν μέρει την κατάσταση, δεν αποτελεί τη μόνη αιτία. Επιπλέον, η εφαρμογή του CBAM (Μηχανισμός Συνοριακής Προσαρμογής Άνθρακα) από το 2026 και οι δασμοί στα ρωσικά προϊόντα εντείνουν την πίεση στην αγορά. Ο κ. Θεοφανόπουλος υπογράμμισε ότι εισάγονται προϊόντα χωρίς τις απαιτούμενες προδιαγραφές για τους Ευρωπαίους παραγωγούς, προκαλώντας ανισορροπίες.
Στους γεωπολιτικούς παράγοντες που επηρεάζουν το κόστος αγροτικής παραγωγής αναφέρθηκε ο κ. Γιάννης Βεβελάκης, Διευθύνων Σύμβουλος της Eurochem. Όπως εξήγησε, το λίπασμα ως commodity επηρεάζεται άμεσα από τις τιμές των αγροτικών προϊόντων. Η πανδημία, η ενεργειακή κρίση και η απεξάρτηση από τη Ρωσία έχουν δημιουργήσει αναταράξεις στην αγορά. Στη συνέχεια, η ισχύς της τιμής του φυσικού αερίου λόγω του πολέμου στην Ουκρανία εκτόξευσε τις τιμές τόσο των λιπασμάτων όσο και των αγροτικών προϊόντων.
Παράλληλα, όπως είπε, οι αποφάσεις της ΕΕ για απεξάρτηση από τη Ρωσία και η επιβολή δασμών στα ρωσικά λιπάσματα, που μέχρι πέρυσι κάλυπταν το 10% της κατανάλωσης στην ΕΕ, δημιούργησαν περαιτέρω αναταράξεις. Επιπρόσθετα, η εισαγωγή ανθρακικού δείκτη στις βιομηχανικές εισαγωγές από τρίτες χώρες επηρεάζει επιπλέον το κόστος παραγωγής. Στο πλαίσιο αυτό εξέφρασε την ανησυχία του για τους παραγωγούς και τους καταναλωτές, οι οποίοι συχνά δεν αντιλαμβάνονται το κόστος και την προέλευσή του, με αποτέλεσμα να εμφανίζεται «καπέλο» στα προϊόντα. Αν και εξέφρασε αισιοδοξία για μελλοντική σταθεροποίηση, επεσήμανε ότι το διάστημα προσαρμογής θα είναι δύσκολο και απρόβλεπτο.
Ο κ. Θανάσης Τσούτσας, Διευθυντής Τομέα Σπόρων της BASF Hellas, μίλησε για τις κοστολογικές πιέσεις σε περιόδους χαμηλών τιμών, τονίζοντας ότι η αρχική αντίδραση των παραγωγών είναι συχνά ψυχολογική. Παρά ταύτα, στόχος τους παραμένει η μεγιστοποίηση του γινομένου τιμής και όγκου παραγωγής. Αναφέρθηκε στο παράδειγμα του βαμβακιού, όπου καλή παραγωγή δεν συνεπάγεται απαραίτητα υψηλό εισόδημα. Υπογράμμισε τη σημασία της καλής διαχείρισης, της τεχνολογίας και της γνώσης για την επίτευξη οικονομικά βιώσιμων αποτελεσμάτων.
Ο κ. Δημήτρης Πολύχρονος, Πρόεδρος της EuCotton των Κλωστηρίων Ναυπάκτου, αναφέρθηκε στη σημασία της διασφάλισης της αξίας σε όλη την αλυσίδα παραγωγής βαμβακιού. Όπως τόνισε, η βιομηχανία αντιμετωπίζει σήμερα τα ίδια προβλήματα με τον πρωτογενή τομέα, γεγονός πρωτόγνωρο, καθώς πολλές εταιρείες σε πανευρωπαϊκό και παγκόσμιο επίπεδο δεν λειτουργούν πλέον εύρυθμα. Παράλληλα, ο ανταγωνισμός έχει αλλάξει σημαντικά: η διαφορά τιμής με αγορές της Ασίας πριν λίγα χρόνια ήταν ποσοστιαία, σήμερα όμως το μοντέλο είναι διαφορετικό, με κρατική υποστήριξη και επεκτατική πολιτική σε ορισμένες χώρες, γεγονός που δημιουργεί μη ισότιμο ανταγωνιστικό πλαίσιο για την Ευρώπη.
Στο περιβάλλον αυτό, κατά τον κ. Πολύχρονο, η ΕΕ θα πρέπει να λάβει μέτρα για την προστασία των εταιρειών που παράγουν και των καταναλωτών, καθώς συχνά τα εισαγόμενα ρούχα προέρχονται από άγνωστης προέλευσης πρώτες ύλες, με πιθανές ανησυχίες για παιδική εργασία ή μη ασφαλή σύνθεση προϊόντων. Αναφέρθηκε επίσης στη νέα νομοθεσία για την επιβολή εισαγωγικού τέλους 2 ευρώ ανά πακέτο αξίας έως 50 ευρώ, με στόχο την ενίσχυση των ευρωπαϊκών παραγωγών αναφέροντας πως μόνο μέσα στο 2024 εισήχθησαν στην Ευρώπη 4,6 δισ. πακέτα. Τέλος, τόνισε ότι κρίσιμο ζήτημα είναι η δημιουργία υπεραξίας μέσω της μεταποίησης και της παραγωγής τελικών προϊόντων, ώστε η αξία του βαμβακιού να παραμένει συνολικά και διαχρονικά στην εγχώρια αγορά, ενώ εκτίμησε ότι η τιμή του βαμβακιού σύντομα θα ανακάμψει.

Από την πλευρά του παραγωγού, ο κ. Χαράλαμπος Νιάχας, αγρότης από τη Λιβαδειά, περιέγραψε την ιδιαίτερα δύσκολη συγκυρία που βιώνει ο αγροτικός τομέας. Όπως ανέφερε, το κόστος παραγωγής του βαμβακιού κυμαίνεται σήμερα μεταξύ 160 και 200 ευρώ, ενώ το υψηλό κόστος ενέργειας επιβαρύνει σημαντικά την κατάσταση. «Αν τα χωράφια είναι δικά σου μπορείς να αντέξεις, αν είναι ενοικιαζόμενα, γράφεις ζημιές», τόνισε χαρακτηριστικά. Σύγκρινε την τρέχουσα κατάσταση με το 2022, όταν η υψηλή τιμή του βαμβακιού (περίπου 1 ευρώ) και η τιμή του πετρελαίου (2,10 ευρώ) είχαν κρατήσει τη βιωσιμότητα της παραγωγής.
Σήμερα, η πτώση των τιμών, σε συνδυασμό με την έλλειψη οδοποιίας και υποδομών, τη λειψυδρία, τις συνέπειες της κλιματικής αλλαγής και τις υψηλές θερμοκρασίες, καθιστούν τη γεωργία πολύ πιο δύσκολη. Ο κ. Νιάχας υπογράμμισε ότι χωρίς σύγχρονα αρδευτικά έργα είναι αδύνατο να διατηρηθεί ανταγωνιστικότητα και βιωσιμότητα και κατέληξε λέγοντας πως οι πολιτικοί πρέπει να στηρίζουν πρακτικά τους παραγωγούς και να μην περιορίζονται σε λόγια, αλλά να λύνουν ουσιαστικά προβλήματα.
Οι απόψεις που εκφράζονται στα σχόλια των άρθρων δεν απηχούν κατ’ ανάγκη τις απόψεις της ιστοσελίδας μας, το οποίο ως εκ τούτου δεν φέρει καμία ευθύνη. Για τα άρθρα που αναδημοσιεύονται εδώ με πηγή, ουδεμία ευθύνη εκ του νόμου φέρουμε καθώς απηχούν αποκλειστικά τις απόψεις των συντακτών τους και δεν δεσμεύουν καθ’ οιονδήποτε τρόπο την ιστοσελίδα.




