«Bugonia» («Βουγονία»): Πώς η μελισσοκομία και τα… νεονικοτινοειδή έγιναν σημείο αναφοράς στη νέα ταινία του Λάνθιμου
Ο Τέντι Γκατζ (Τζέσι Πλέμονς) είναι ένας μελισσοκόμος που αρέσκεται στο να ανακυκλώνει θεωρίες συνωμοσίας. Ο ίδιος ζει σε ένα αγροτόσπιτο με μοναδική συντροφιά τον ξάδελφό του, Ντον (Άινταν Ντέλμπις), ο οποίος πάσχει από νοητική υστέρηση. Καθώς η παραγωγή στα μελίσσια τους… χωλαίνει, αποφασίζουν να απαγάγουν τη Μισέλ Φούλερ (Έμα Στόουν), διευθύνουσα σύμβουλο μιας μεγάλης χημικής και φαρμακευτικής εταιρείας, ονόματι Auxolith, στην οποία εργάζεται ως αποθηκάριος ο Τέντι παράλληλα με τη μελισσοκομική του ενασχόληση.
Εκτός των άλλων, η εταιρεία δραστηριοποιείται και στην παραγωγή αγροχημικών, παράγοντας νεονικοτινοειδή εντομοκτόνα, που θεωρούνται επικίνδυνα για τις μέλισσες και κάλλιστα θα μπορούσαν να έχουν συντελέσει στην κατάρρευση των αποικιών που διαχειρίζεται ο Τέντι. Ωστόσο, ο τελευταίος το πηγαίνει ένα βήμα παραπέρα, υιοθετώντας τη θεωρία ότι η Μισέλ είναι εξωγήινη, καταγόμενη από το είδος των «Ανδρομέδιων», το οποίο –δρώντας κακόβουλα– εξολοθρεύει τους πολύτιμους επικονιαστές της Γης, με απώτερο σκοπό να στερήσει από τους ανθρώπους την τροφή και να τους υποτάξει.
Ψυχικά τραυματισμένος και μπολιασμένος από τις αναθυμιάσεις των θεωριών συνωμοσίας που κυκλοφορούν ανεμπόδιστα, ο Τέντι εμφανίζεται πεπεισμένος ότι η Μισέλ είναι απεσταλμένη των εξωγήινων και παρασύρει τον Ντον στο σχέδιό του. Έστω, λοιπόν, και με σπασμωδικές κινήσεις, τα δύο ξαδέρφια καταφέρνουν αρχικά να απαγάγουν το εταιρικό μεγαλοστέλεχος.
Ωστόσο, το σχέδιό τους δεν αργεί να πάρει ανεξέλεγκτη τροπή. Η CEO είναι σκληρό καρύδι και πασχίζει με πανούργα τεχνάσματα να τους χειραγωγήσει, ώστε να την απελευθερώσουν. Επιπλέον, αποκαλύπτεται ότι (spoiler alert!) το μίσος του Τέντι προς τη Μισέλ έχει βαθύτερες ρίζες, καθώς η δεύτερη ευθύνεται για την απώλεια της μητέρας του απαγωγέα, η οποία είχε συμμετάσχει σε κλινική δοκιμή για ένα φάρμακο της Auxolith, που τελικά οδήγησε εκείνη σε κώμα και τον γιο της σε σκοτεινά λημέρια.
Σε κάθε περίπτωση, βλέπουμε ότι η Μισέλ έχει ταυτιστεί με τον έναν (συστημικό πρόβλημα – βλ. αλόγιστη χρήση νεονικοτινοειδών από έναν άπληστο εταιρικό κολοσσό που καταστρέφει το φυσικό περιβάλλον) ή τον άλλο τρόπο (προσωπικό βίωμα – βλ. απώλεια μάνας) ως εχθρός/διώκτρια του Τέντι, τόσο στην επαγγελματική του διάσταση (σ.σ. μελισσοκόμος) όσο και στην ιδιωτική του ζωή.
Σταδιακά, οι δυναμικές μεταξύ θυτών και θύματος περιπλέκονται και εναλλάσσονται, ενώ οι ισορροπίες γίνονται ολοένα και πιο λεπτές. Γνωστός για το σαρδόνιο χιούμορ και τη νιχιλιστική σκοπιά του, ο Γιώργος Λάνθιμος στη νέα του ταινία διαπλέκει θρίλερ, επιστημονική φαντασία, οικολογικό… horror και κατάμαυρη σάτιρα –πετυχαίνοντας τα καλύτερα αποτελέσματα στο τελευταίο σκέλος–, ενώ είναι φανερό ότι υιοθετεί κοενικό ύφος.
Θεματικές
Σε γενικές γραμμές, το «Bugonia» («Βουγονία»), ένα ριμέικ της νοτιοκορεατικής κωμωδίας φαντασίας «Save the Green Planet» (2003), είναι μια ταινία που έρχεται να υπενθυμίσει το πάγιο σκεπτικό του Έλληνα σκηνοθέτη, ότι η παράνοια και η τρέλα δεν απέχουν κατά πολύ από τη σκληρή πραγματικότητα που βιώνουμε στην καθημερινότητά μας. Ωστόσο, εδώ, η εμβάθυνση αφορά σε σύγχρονες παθογένειες της ανθρωπότητας, που διογκώθηκαν μετά την έλευση της πανδημίας COVID-19, εστιάζοντας μεταξύ άλλων στις εκστρατείες παραπληροφόρησης και στην καπιταλιστική ασυδοσία με ψεύτικο «μανδύα» κοινωνικής ευθύνης.
Παραδείγματος χάρη, στο μικροσκόπιο μπαίνει ο καταιγισμός από διαδικτυακή πληροφορία, που δεν ισοδυναμεί πάντοτε με γνώση, αλλά συχνά συμπεριλαμβάνει «fake news» και ακατάσχετη κινδυνολογία. Πρόκειται, δηλαδή, για έναν «όγκο» με μέγεθος και ορμή… χιονοστιβάδας, που, εφόσον δεν φιλτραριστεί σωστά, στρεβλώνει ανεπανόρθωτα το κριτήριο του πολίτη-δέκτη. Κατά συνέπεια, ο τελευταίος εξωθείται στο να εκτιμά με λάθος τρόπο τις καταστάσεις και να αντιδρά σπασμωδικά ακόμη και απέναντι σε προβλήματα που κατά βάση είναι υπαρκτά – ή άλλες φορές να παραβλέπει τα πραγματικά προβλήματα, προκειμένου να αναλώνεται σε φανταστικούς «εχθρούς».
Σε ένα τέτοιο περιβάλλον ιντερνετικής –και όχι μόνο– χειραγώγησης, οι εμφύλιοι μεταξύ «βολεμένων»-αδίστακτων συστημικών και «ψεκασμένων»-απεγνωσμένων περιθωριακών, όπως αυτός που βλέπουμε να εκτυλίσσεται κατά τη διάρκεια του «Bugonia», (σ.σ. σαν να βλέπουμε απ’ τη μία πλευρά τον «ψεκ» MAGA όχλο και απ’ την άλλη τους liberal καπιταλιστές στις σημερινές ΗΠΑ), είναι μια φυσιολογική εξέλιξη που –ωστόσο– δύσκολα θα βγάλει την ανθρωπότητα από το τέλμα της.
Οι προβληματισμοί που θέτει με αλληγορικό τρόπο η ταινία για τη σύγχρονη πραγματικότητα του πλανήτη και του ανθρώπου είναι εύλογοι και εμφυτεύονται με άρτιο τρόπο στο περιεχόμενό της (σ.σ. αρωγός το έξοχο καστ, το οποίο κρατά τον θεατή αμφιταλαντευόμενο και επιφυλακτικό στο να διαλέξει πλευρά). Όμως, εάν επιχειρήσουμε να την αποσυνδέσουμε από αυτούς, θα αντιληφθούμε ότι το κομμάτι της αμιγούς πλοκής πάσχει από μια σχετικά προβλέψιμη ροή και ορισμένες εξίσου αναμενόμενες ανατροπές, βιασύνες και υπερβολές (βλ. φινάλε, το οποίο, πάντως, υπενθυμίζει πόσο ενδιαφέροντες κόσμους μπορεί να «πλάσει» η φαντασία του Λάνθιμου, κάνοντάς μας να νοσταλγούμε το μαξιμαλιστικό «Poor Things» και ταυτόχρονα να εκτιμούμε ότι ο Έλληνας δημιουργός παρουσιάζει μια δικαιολογημένη –έως έναν βαθμό– «κόπωση»).
Από μια άλλη σκοπιά, το «Bugonia» ίσως και να είναι η ταινία που θα αρέσει περισσότερο σε έναν… μη fan του Λάνθιμου, καθώς εδώ ο Έλληνας σκηνοθέτης είναι λιγότερο ωμός, προκλητικός και ιδιόρρυθμος από το συνηθισμένο. Με λίγα λόγια, προκαλεί λιγότερη αποστροφή και αμηχανία στον θεατή, αν και εξακολουθεί να του επιφυλάσσει… εκπλήξεις! Την ίδια στιγμή, ο κοινωνικοπολιτικός του σχολιασμός παραμένει οξύς και καταγγελτικός.
Παρ’ όλα αυτά, οι πιο ενδιαφέρουσες πτυχές της ιστορίας που διηγείται η ταινία έρχονται όταν οι χαρακτήρες κάνουν εμβόλιμη, «βομβαρδιστική» παράθεση πληροφορίας, όπως βλέπουμε να συμβαίνει προς το τέλος, διά στόματος της τεχνοκράτισσας/εξωγήινης –διαλέγετε και παίρνετε– «ανταγωνίστριας» ηρωίδας Μισέλ, της οποίας το νιχιλιστικό rant για την αδιέξοδη κατάσταση της… «κακέκτυπης» ανθρωπότητας σπάει κόκαλα. «Ναι μεν, αλλά…», θα έλεγε κανείς, καθώς ίσως να ήταν πιο ωφέλιμο οι ανωτέρω πτυχές να αποτελούσαν οργανικό κομμάτι της πραγματικής δράσης εντός του έργου.
Οι μέλισσες και η ξεχωριστή τους θέση στην ετυμολογία του όρου «βουγονία»
Ο όρος «βουγονία», που επέλεξε ο Λάνθιμος για να τιτλοφορήσει τη νέα του ταινία, προέρχεται ετυμολογικά από τις ελληνικές λέξεις βους (βόδι) και γόνος και σχετίζεται με μια αρχαία πεποίθηση που αναφέρεται στη ρωμαϊκή και ελληνική γραμματεία, σύμφωνα με την οποία οι μέλισσες μπορούν να γεννηθούν αυτόματα από το σώμα ενός νεκρού βοδιού. Επί της ουσίας, επρόκειτο για ένα ποιητικό σχήμα αναγέννησης και ζωής (aka μέλισσες) που ξεπηδά μέσα από τον θάνατο (aka κουφάρι ζώου) – κάτι αντίστοιχο με τον φοίνικα, το μυθολογικό πουλί που είχε την ιδιότητα να ξαναγεννιέται από τις στάχτες του. Στο εσχατολογικό αυτό έργο, ο ίδιος ο Λάνθιμος δείχνει να πιστεύει στη συγκεκριμένη ιδέα για όλα τα είδη, πλην του… κυρίαρχου στη Γη. Η αντίληψη που προαγάγει, λοιπόν, είναι ότι η ανθρώπινη απληστία και το τυφλό μίσος έχουν αλλοιώσει τόσο πολύ τον κόσμο μας, που ίσως τελικά μάς αξίζει να αφανιστούμε. Η τρίτη πράξη του έργου όχι μόνο προαναγγέλλει ξεκάθαρα την «πτώση» του ανθρώπινου είδους, αλλά εμμέσως την παρουσιάζει ως προαπαιτούμενο για την επαναφορά των φυσιολογικών βιορυθμών του υπόλοιπου πλανήτη (σ.σ. φυτικό και ζωικό βασίλειο). Η τελευταία σεκάνς τα λέει όλα: Και η ζωή συνεχίζεται, απλά… χωρίς εμάς!
Οι απόψεις που εκφράζονται στα σχόλια των άρθρων δεν απηχούν κατ’ ανάγκη τις απόψεις της ιστοσελίδας μας, το οποίο ως εκ τούτου δεν φέρει καμία ευθύνη. Για τα άρθρα που αναδημοσιεύονται εδώ με πηγή, ουδεμία ευθύνη εκ του νόμου φέρουμε καθώς απηχούν αποκλειστικά τις απόψεις των συντακτών τους και δεν δεσμεύουν καθ’ οιονδήποτε τρόπο την ιστοσελίδα.




