Οι αυταπάτες της «ελεύθερης τέχνης»
Όχι, δεν είναι τα πάντα τέχνη. Κι αν κανείς δεν τολμά να το πει, αυτό συμβαίνει γιατί η σιωπή έγινε πιο ασφαλής από την αλήθεια.
Τον τελευταίο χρόνο, ιδιαίτερα μετά το συμβάν που προηγήθηκε με τον βανδαλισμό έργων στην Εθνική Πινακοθήκη, η έννοια της “ελευθερίας” έχει καταστεί σχεδόν συνώνυμη της τέχνης. Πολλά άτομα από το πεδίο των τεχνών, προβάλλουν την ελευθερία ως υπέρτατο δικαίωμα, ως το θεμέλιο πάνω στο οποίο στηρίζεται η δημιουργική ταυτότητα ενός καλλιτέχνη. Ωστόσο, αν επιχειρήσουμε να προσεγγίσουμε το ζήτημα με θεωρητική ακρίβεια, θα διαπιστώσουμε ότι η λεγόμενη “ελεύθερη τέχνη” αποτελεί μια ρητορική κατασκευή, περισσότερο μια ιδεολογική φαντασίωση. Η τέχνη δεν γεννιέται σε κενό αέρος, αλλά μέσα σε ιστορικά, κοινωνικά και πολιτισμικά συμφραζόμενα. Επομένως, δεν μπορεί να είναι πιο ελεύθερη από τους ανθρώπους που τη δημιουργούν.
Η ελευθερία στην τέχνη προϋποθέτει ελεύθερους ανθρώπους, και οι ελεύθεροι άνθρωποι προϋποθέτουν ελεύθερες κοινωνίες. Παρ’ όλα αυτά, στον σύγχρονο κόσμο όπου οι πολιτισμικές και οικονομικές δομές καθορίζουν σε μεγάλο βαθμό την παραγωγή και την κατανάλωση του καλλιτεχνικού προϊόντος, η έννοια της ελευθερίας είναι σχετική. Η τέχνη υπόκειται σε δίκτυα εξουσίας, αγορών, θεσμών και ιδεολογιών. Οι καλλιτέχνες εργάζονται εντός πλαισίων που καθορίζουν το τι μπορεί να ειπωθεί, να προβληθεί ή να αναγνωριστεί ως “σημαντικό” και πολλοί από αυτούς χρηματοδοτούνται από μεγάλους οργανισμούς και ιδρύματα για την προώθηση μιας συγκεκριμένης πολιτικής ατζέντας. Υπό το πρίσμα όλων αυτών, η επίκληση της “ελεύθερης τέχνης” μοιάζει περισσότερο με ένα αίτημα παρά με την πραγματικότητα.
Αυτό μας οδηγεί στο δεύτερο ζήτημα: η τέχνη από τη φύση της δεν είναι ποτέ απόλυτα ελεύθερη. Κάθε μορφή δημιουργίας εντός ενός πολιτισμού εμπεριέχει δομή, κώδικα, παράδοση και μέθοδο. Η ύπαρξη αυτών των ορίων δεν αποτελεί εμπόδιο, αλλά προϋπόθεση. Η φόρμα είναι εκείνη που καθιστά δυνατή την επικοινωνία και τη νοηματοδότηση του έργου. Το γεγονός ότι ένα έργο φιλοτεχνείται με ελεύθερο τρόπο, δεν καθιστά το ίδιο το έργο ελεύθερο. Η απουσία κάθε ορίου δεν οδηγεί στην ελευθερία, αλλά στο χάος. Το έργο τέχνης που αδιαφορεί για τη δομή χάνει την ικανότητά του να παράγει νόημα.
Στις μέρες μας, ένα σημαντικό μέρος της σύγχρονης παραγωγής φαίνεται να νοηματοδοτείται από την απουσία νοήματος, όσο παράδοξο και αν ακούγεται αυτό. Η αποδόμηση, η πρόκληση για την πρόκληση και γενικότερα η τέχνη για την τέχνη, έχουν γίνει τρόποι αυτοπροσδιορισμού. Η υπέρβαση έχει καταστεί αυτοσκοπός. Όταν όμως η υπέρβαση αποσπάται από κάθε αναφορά, όταν δεν έχει συνείδηση του πλαισίου από το οποίο προέρχεται, μετατρέπεται σε κενή χειρονομία. Η τέχνη χάνει τότε τον διαλογικό της χαρακτήρα· δεν συνομιλεί πια με την κοινωνία, αλλά μόνο με τον εαυτό της.
Εδώ ακριβώς αποκτά σημασία η στροφή του Πικάσο μετά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο: Retour à l’ordre — Επιστροφή στην Τάξη. Η φράση αυτή δεν σημαίνει απλώς μια μορφολογική στροφή προς τη ρεαλιστική αναπαράσταση ή την πειθαρχία της σύνθεσης. Αποτέλεσε ένα σύνθημα της βαθύτερης ανάγκης για επανασύνδεση της τέχνης με την κοινωνία, για αποκατάσταση της ισορροπίας ανάμεσα στο προσωπικό όραμα και τη συλλογική εμπειρία.
Κάτι ανάλογο βιώνουμε και σήμερα, μόνο που το αίτημα της “τάξης” δεν αφορά πια την επιστροφή σε έναν ενιαίο κανόνα, αλλά την ανάγκη να αναγνωριστούν πολλαπλές τάξεις, πολλαπλά κέντρα ισορροπίας.
Ο μονοπολικός πολιτιστικός κόσμος υπήρξε για δεκαετίες το φυσικό περιβάλλον της τέχνης. Οι αξίες, τα πρότυπα και οι αγορές καθορίζονταν από ένα κυρίαρχο δυτικό σύστημα αντίληψης του του ριζοσπαστικού και του “σημαντικού”. Η ελευθερία της τέχνης εκφραζόταν μέσα από αυτό το αποικιοκρατικό πλαίσιο, το οποίο ενώ διακήρυσσε τον πλουραλισμό, λειτουργούσε στην πράξη ως ένα κέντρο νομιμοποίησης. Ό,τι αναγνωριζόταν από το κέντρο αυτό αποκτούσε οικουμενική αποδοχή· Ό,τι έμενε εκτός, θεωρούνταν περιθωριακό ή “τοπικιστικό”.
Η στροφή προς έναν πολυπολικό κόσμο σημαίνει, λοιπόν, κάτι βαθύτερο από τη γεωπολιτική διαφοροποίηση· σημαίνει αναδιανομή του πολιτισμικού λόγου. Οι αισθητικές αξίες, οι μορφές, οι αφηγήσεις και οι ευαισθησίες δεν χρειάζεται πια να αναζητούν την έγκριση ενός και μοναδικού κέντρου. Κάθε πολιτισμικός πόλος μπορεί να αναπτύξει δικές του μορφές τάξης, δικές του αναλογίες ανάμεσα στο παλιό και το νέο, στο ιερό και το καθημερινό, στο συλλογικό και το ατομικό.
Στον ίδιο άξονα, δεν μπορεί να παραγνωριστεί και η σύγχρονη τάση μιας ιδιότυπης πολιτισμικής ηθικολογίας που επιβάλλει νέες μορφές συμμόρφωσης στο όνομα της ευαισθησίας και της συμπερίληψης. Η λεγόμενη “πολιτική ορθότητα” και το συναφές κίνημα λειτουργούν συχνά ως μηχανισμοί ελέγχου του λόγου και της έκφρασης, επιβάλλοντας μια νέα κανονιστικότητα, εξίσου περιοριστική με τις παλαιές. Μπορεί να παρουσιάζονται ως φορείς ελευθερίας και προόδου, στην πράξη όμως παράγουν ένα κλίμα φόβου και αυτο-λογοκρισίας —όχι λόγω αισθητικής αναζήτησης, αλλά λόγω κοινωνικής επιτήρησης.
Εάν μιλάμε για μια επιστροφή στην τάξη, αυτή δεν μπορεί να σημαίνει την επιστροφή σε μια παλαιά συντηρητικότητα, αλλά σε μια γνωσιολογική σαφήνεια· σε μια τέχνη που δεν φοβάται να θίξει, να προκαλέσει ή να αναμετρηθεί με την αλήθεια του ανθρώπου. Διότι όπου η ασφάλεια γίνεται ιδεώδες, η τέχνη απονεκρώνεται.
Η επιστροφή στην τάξη προϋποθέτει την αποδοχή μιας πολυκεντρικής κανονικότητας. Είναι η μετακίνηση από το δόγμα της καθολικής ελευθερίας –το οποίο τελικά οδήγησε στην ομογενοποίηση του κόσμου όπως θα έλεγε και ο Στέφαν Τσβάιχ– προς μια πειθαρχημένη πολυφωνία, όπου κάθε πολιτισμός χτίζει τον δικό του πυρήνα για μορφή και νόημα.
Αυτός ο πολυπολικός ορίζοντας μπορεί να λειτουργήσει ως αντίδοτο στην κρίση της σύγχρονης τέχνης, η οποία δεν είναι μόνο αισθητική, αλλά και γεωπολιτισμική. Μια τέχνη που νομίζει πως είναι “παγκόσμια” και πως απευθύνεται σε όλους, συχνά αναπαράγει τη γλώσσα και τις αξίες ενός στενού ελιτίστικου κύκλου που καταλήγει να γίνεται αυτοαναφορικός. Αντίθετα, μια τέχνη που αναγνωρίζει ότι υπάρχουν πολλαπλοί πολιτισμικοί ορίζοντες, μπορεί να ανανεώσει τη σχέση της με την τάξη όχι μέσω της ομοιομορφίας, αλλά της ισορροπίας.
Η “επιστροφή στην τάξη” σήμερα δεν σημαίνει επαναφορά παλαιών αισθητικών προτύπων ή άρνηση της καινοτομίας. Σημαίνει αναγνώριση της ανάγκης για θεμελίωση. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, η επιστροφή στην τάξη είναι ταυτόχρονα μορφολογική και κοινωνική. Μορφολογική, γιατί προϋποθέτει αναγνώριση της αξίας της δομής, της τεχνικής, της δεξιοτεχνίας και της συνέχειας. Κοινωνική, γιατί απαιτεί από την τέχνη να ξαναβρεί την ευθύνη της απέναντι στον κόσμο. Να πάψει να αυτονομείται μέχρι εξαφάνισης και να θυμηθεί ότι η αποστολή της είναι να αποκαλύπτει και να μεταμορφώνει την ανθρώπινη εμπειρία. Μια τέχνη αποκομμένη από τον κοινωνικό της ιστό και τον παιδευτικό της ρόλο, ακόμη κι αν φέρει τον τίτλο της “ελευθερίας”, δεν μπορεί να είναι ουσιαστικά ελεύθερη.
Η εποχή μας χρειάζεται συνείδηση του ιστορικού βάρους των μορφών και των όρων της παραγωγής. Η ελευθερία χωρίς αναφορά καταλήγει σε ιδεολογικό μύθο. Η δημιουργία χωρίς ευθύνη, σε διανοητική αδράνεια. Η αληθινά σύγχρονη τέχνη δεν είναι αυτή που αποδομεί τα πάντα, αλλά εκείνη που κατορθώνει να αναδομεί το νόημα μέσα από τα θραύσματα της εποχής της. Η τέχνη που αναζητά την ουσία της στο κενό, καταλήγει εν τέλει να καθρεφτίζει το κενό του πολιτισμού που τη φιλοξενεί.
Οι απόψεις που εκφράζονται στα σχόλια των άρθρων δεν απηχούν κατ’ ανάγκη τις απόψεις της ιστοσελίδας μας, το οποίο ως εκ τούτου δεν φέρει καμία ευθύνη. Για τα άρθρα που αναδημοσιεύονται εδώ με πηγή, ουδεμία ευθύνη εκ του νόμου φέρουμε καθώς απηχούν αποκλειστικά τις απόψεις των συντακτών τους και δεν δεσμεύουν καθ’ οιονδήποτε τρόπο την ιστοσελίδα.


