Για τον Διονύση Σαββόπουλο

Για τον Διονύση Σαββόπουλο


Τούτες τις στιγμές που στην Ελλάδα, στον Μητροπολιτικό Ναό των Αθηνών, ξεκινά η κηδεία του, σημειώνω ορισμένες σκέψεις για τον μεγάλο αυτόν Έλληνα, δηλαδή τον όντως Έλληνα. Τον Διονύση Σαββόπουλο τον πρωτογνώρισα με αφορμή τη συναυλία του στην Ξάνθη μαζί με την Ελευθερία Αρβανιτάκη, στην περιοδεία που έκανε κατά την κυκλοφορία του δίσκου «Το κούρεμα».

Είχαν φροντίσει οι γονείς μου να μας πάνε στο Δημοτικό Αμφιθέατρο της Ξάνθης εκείνη τη βραδιά, νομίζω ήταν τέλη του ᾽89, αρχές του ᾽90, δεν θυμάμαι ακριβώς.

Οι ίδιοι γνώριζαν την αξία του Σαββόπουλου: επί αρκετά χρόνια επιμελούνταν και παρουσίαζαν εκπομπή στο Ραδιόφωνο της ΦΕΞ, στην Ξάνθη, με τα τραγούδια του Νιόνιου να έχουν την τιμητική τους. Και είχαν την τιμητική τους διότι δεν ήταν απλώς τραγούδια. Αλλά πλούτος λογοτεχνίας, φιλοσοφίας, ποίησης, ανθρωπολογίας, κοινωνιολογίας, συμπυκνωμένης εμπειρίας Ελληνισμού, και οδοδείκτες.

Με μια φράση, είναι φορείς και φορτίο του Ελληνικού πνεύματος στη συνέχεια και ολότητά του, από τον Όμηρο ως τους Πατέρες της Εκκλησίας, κι ως τον Παπαδιαμάντη, τον Ελύτη, τον Σεφέρη και όλους τους άλλους.

«Φορτηγό», «Το Περιβόλι του Τρελού», «Μπάλος», «Βρώμικο Ψωμί», «Δέκα Χρόνια Κομμάτια», «Η Ρεζέρβα», «Τραπεζάκια Έξω», όλα αυτά είχαν προηγηθεί του Κουρέματος, και είχαν ήδη προλάβει να τυπωθούν αμέτρητοι στίχοι τους και μελωδίες στη μνήμη και την ψυχή ενός μικρού παιδιού, που επιπλέον είχε την τύχη να ακούει εβδομαδιαία τους γονείς του στο ραδιόφωνο να αναπτύσσουν μια πρωτότυπη φιλοσοφία κι ερμηνευτική αποκωδικοποίηση του ελληνικού τραγουδιού όπως αυτή έβγαινε αβίαστα μέσα από την τεράστια, ήδη, έως τότε, προσφορά του «Νιόνιου», αλλά και άλλων μεγάλων, του Μίκη, του Μαρκόπουλου, και ούτω καθεξής.

Αυτό που θυμάμαι ωστόσο, να μου κάνει ιδιαίτερη εντύπωση ήδη με τη θέα της αφίσας εκείνες τις ημέρες πριν τη συναυλία στην Ξάνθη, ήταν το ίδιο το κούρεμα του Σαββόπουλου, το οποίο αργότερα ερμήνευσα ως ένα ακόμη βήμα αυτοέκθεσής του, και «απογύμνωσης» του καλλιτέχνη, ο οποίος φαινόταν να μην θέλει να μείνει δέσμιος ούτε καν του προσωπείου και του ρόλου που είχε με μαεστρία κτίσει και με τα οποία είχε ήδη καθιερωθεί επί δεκαετίες στην ελληνική κοινωνία. Θυμάμαι ότι εκείνη η συναυλία περιείχε άπειρη πληροφορία, ρουφούσα κάθε της δευτερόλεπτο.

Δεν ήταν μόνον η φιγούρα του ίδιου του κουρεμένου Διονύση που ομολογούσε ότι ο γιος του πάει στον Στρατό ενώ αυτός δεν πήγε, μον᾽ πήγε κι απαλλάχτηκε κι εντέλει μετάνιωσε. Διότι καλύτερα στο στράτευμα παρά στους λουφαδόρους.

Ούτε η άκρως γοητευτική στα μάτια, τα αυτιά και την ψυχή του μικρού εαυτού μου τότε, Ελευθερία Αρβανιτάκη που ήταν μαζί του στην περιοδεία. Ούτε το εναρκτήριο σάλπισμα της συναυλίας με εκείνη τη θριαμβευτικά μεγαλόπρεπη, πανηγυρικής ομολογίας και σοβαρότητας, αφοριστική διακήρυξη: «Μην περιμένετε αστειάκια και σάτιρες, γνωστοί μου ξένοι…».

Ούτε φυσικά οι «Κωλοέλληνες», αυτό το αφοπλιστικό άσμα κυνικής ειλικρίνειας, ομολογίας και προφητείας, για τις μελαμψές κοντοπόδαρες φυλές, τα τζάκια, και τα μαγαζάκια που λυμαίνονται και καταστρέφουν το σπίτι τους, την Ελλάδα, καθ᾽ όλη τη διάρκεια της Μεταπολίτευσης. Ήταν όλα αυτά και άλλα, αλλά κυρίως δύο στιγμές, μια πολιτικής και μια θεολογικής τάξεως.

Η πρώτη, η πολιτική, όταν έπαιξε «Το Μητσοτάκ», αυτό το παράξενο, απόλυτα αινιγματικό για το παιδικό μου μυαλό καταγγελτικό άσμα για έναν άνθρωπο μουλιάπα, χαρά Θεού, άσμα το οποίο, όπως και πολλά άλλα, έθετε τα θεμέλια της ερμηνείας κι επαλήθευσής του στο μέλλον. Το μέλλον που τώρα είναι παρόν.

Η δεύτερη, η θεολογική, και γι᾽ αυτό βαθιά οντολογική και ανθρωπολογική, όταν πρωτάκουσα σε εκείνη τη συναυλία τον στίχο: «Ο άντρας και η γυναίκα δεν είναι ίσοι, γιατί απλούστατα η γυναίκα είναι ανώτερη. Γι’ αυτό και η κυρά Άσπα του Διονύση, πάντα υποχωρώντας τον καθοδηγεί».

Έχουν περάσει έκτοτε κάτι παραπάνω από 35 χρόνια, κι ακόμη δεν έχω βρει στη σύγχρονη ελληνική ποίηση παρόμοιο στίχο που να συμπυκνώνει με τέτοια δυναμική ρηξικέλευθης διαλεκτικής ερμηνείας την πεμπτουσία της Ελληνορθόδοξης ασκητικής εμπειρίας και παράδοσης: πώς και γιατί το ανώτερο κενώνει και υποτάσσει τον εαυτό του για χάρη των κατωτέρων. Πώς ο αληθινά ισχυρός είναι ο ταπεινότερος όλων, όχι με μια ηθική, ηθικιστική, δικανική αντίληψη. Αλλά πραγματικά, οντολογικά, διότι έτσι λειτουργούν τα πράγματα αυτού του κόσμου που έφτιαξε ο Θεός.

Και είναι εντυπωσιακό, που σήμερα, την μέρα της κηδείας του Διονύση Σαββόπουλου τούτη την ώρα, σε ένα Μοναστήρι της Θράκης τελείται το σαρανταήμερο μνημόσυνο του Γέροντα Βασίλειου Ιβηρίτη. Του οποίου τα κείμενα είναι εντυπωσιακό θεολογικό επισφράγισμα αυτής της αλήθειας που είδε ο Διονύσης Σαββόπουλος από το δικό του δρόμο, και την εξέφρασε ως έτερος κήρυκας του Λόγου.

Φεύγουν οι μεγάλοι αντάμα, φαίνεται, ωσάν ο ένας ν᾽ ανοίγει τον δρόμο και μετά να φροντίζει να παραλαμβάνει τον άλλον, τον φίλο του προς τη Βασιλεία. Το άξιζε αυτό ο κυρ – Διονύσης, διότι γνώριζε και κήρυττε ότι ο αληθινός εαυτός σου είναι ο άλλος.

Φύσα Θάλασσα πλατιά, να πάρεις τον Διονύση μας στα Πέρα Μέρη, εκεί απ᾽ όπου έρχεται το Αγέρι που όπου θέλει πνέει…

Οι απόψεις που εκφράζονται στα σχόλια των άρθρων δεν απηχούν κατ’ ανάγκη τις απόψεις της ιστοσελίδας μας, το οποίο ως εκ τούτου δεν φέρει καμία ευθύνη. Για τα άρθρα που αναδημοσιεύονται εδώ με πηγή, ουδεμία ευθύνη εκ του νόμου φέρουμε καθώς απηχούν αποκλειστικά τις απόψεις των συντακτών τους και δεν δεσμεύουν καθ’ οιονδήποτε τρόπο την ιστοσελίδα.‌‌

Ροή Ειδήσεων