Απόψεις: Από το συγκριτικό πλεονέκτημα στην αμοιβαιότητα: Οι στόχοι του εμπορίου της ΕΕ μετατοπίζονται επικίνδυνα…

Γράφει ο Τάσος Χανιώτης
Η ΕΕ διαπραγματεύεται αυτή τη στιγμή σε δύο εμπορικά μέτωπα: με τη Mercosur, όπου οι διαπραγματεύσεις διεξάγονται πλέον εντός της ΕΕ, με στόχο να πεισθούν τα κράτη μέλη και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο να αποδεχθούν τη συμφωνία· και με τις ΗΠΑ, όπου η ΕΕ «διαπραγματεύεται» με την αμερικανική κυβέρνηση επί της νέας έννοιας της «αμοιβαιότητας» που εισήγαγε η τελευταία, σύμφωνα με την οποία οι εμπορικές ροές θα πρέπει να είναι αμοιβαίες και ισοδύναμες (ό,τι κι αν σημαίνει αυτό — εναπόκειται στην κρίση του εκάστοτε ερμηνευτή και στη δύναμη του ισχυρού και του νταή).
Ενώ η έκβαση και των δύο διαπραγματεύσεων παραμένει ανοιχτή, αξίζει να σημειωθεί πόσο διαμετρικά αντίθετα είναι τα θεμελιώδη χαρακτηριστικά τους. Η μία αφορά χαμηλότερους δασμούς και μεγαλύτερη πρόσβαση στην αγορά· η άλλη το ακριβώς αντίθετο. Η μία βασίζεται στα πλεονεκτήματα του συγκριτικού πλεονεκτήματος· η άλλη στην αντιστροφή των συνεπειών του.
Η συμφωνία ΕΕ–Mercosur αποτελεί ένα από τα τελευταία απομεινάρια των εμπορικών διαπραγματεύσεων που ακολουθούν το «σύστημα βασισμένο σε κανόνες» της μεταπολεμικής περιόδου, ένα σύστημα του οποίου τόσο τα πλεονεκτήματα όσο και οι ατέλειες και αντιφάσεις εγκαταλείπουμε σταδιακά και παγκοσμίως, με ένα άλμα προς το άγνωστο. Η περίπτωση των ΗΠΑ αποτελεί την πιο πρόσφατη εκδοχή του μερκαντιλισμού, όπου η κρατική παρέμβαση στοχεύει στη μεγιστοποίηση των εξαγωγών και την ελαχιστοποίηση των εισαγωγών, με επιχειρήματα που αυτή τη φορά ρίχνουν την ευθύνη για τις εμπορικές ροές στον «άλλο». Και ποιος είναι καλύτερος υποψήφιος για αυτόν τον «άλλο» στον γεωργικό τομέα από την ΕΕ και την πολιτική της;
Η απελευθέρωση του εμπορίου στο μεταπολεμικό πλαίσιο βασίστηκε στα πλεονεκτήματα του συγκριτικού πλεονεκτήματος, που γενικά θεωρείται από τους οικονομολόγους ότι αυξάνει την παγκόσμια ευημερία. Συνοδευόταν επίσης –αν και λιγότερο έντονα– από την αναγνώριση ότι το εμπόριο δεν δημιουργεί μόνο νικητές αλλά και χαμένους, και συνεπώς απαιτεί μηχανισμούς μέσω των οποίων οι πρώτοι αποζημιώνουν τους δεύτερους. Αν είχαμε επικεντρωθεί περισσότερο στη βελτίωση αυτών των μηχανισμών (από τη στήριξη της μετάβασης σε εναλλακτικές λύσεις μέχρι το λιγότερο άνοιγμα εμπορίου για «ευαίσθητα προϊόντα») και στην καλύτερη επικοινωνία όταν αυτοί εφαρμόζονταν, η αντίληψη για τα οφέλη της σταδιακής αλλά σταθερής απελευθέρωσης του εμπορίου μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο ίσως να ήταν διαφορετική.
Ίσως είναι πολύ αργά πλέον για να αλλάξουμε τις αντιλήψεις, αλλά ποτέ δεν είναι αργά για να υπενθυμίσουμε τα γεγονότα — ιδίως στο γεωργικό εμπόριο, έναν από τους πιο δύσκολους τομείς διαπραγμάτευσης σε όλα τα μέρη του κόσμου. Και τα γεγονότα για τις επιδόσεις της ΕΕ στο εμπόριο είναι πραγματικά επίμονα, παρουσιάζοντας μια εικόνα που αποδυναμώνει τόσο τα αντεπιχειρήματα κατά του εμπορίου εντός της ΕΕ όσο και τα επιχειρήματα επίρριψης ευθυνών εκτός αυτής. Ίσως γι’ αυτό αναφέρονται τόσο σπάνια τελευταία…
Γεγονότα και τάσεις – Ισχυρή ανοδική τάση στις εμπορικές ροές γεωργικών προϊόντων της ΕΕ
Τρία διακριτά χαρακτηριστικά χαρακτηρίζουν τις εξελίξεις στο εμπόριο γεωργικών και αγροδιατροφικών προϊόντων της ΕΕ αυτόν τον αιώνα. Πρώτον, το εμπόριο αγροδιατροφικών προϊόντων της ΕΕ είναι μια πραγματικά διμερής ροή, με τις εξαγωγές από το 2002 έως το 2024 να αυξάνονται σχεδόν κατά 220% και τις εισαγωγές να αυξάνονται κατά 170%, με αποτέλεσμα τον συνδυαστικό πολλαπλασιασμό του εμπορικού πλεονάσματος της ΕΕ κατά 430% (βλ. Διάγραμμα 1).
Δεύτερον, η αυξανόμενη τάση πλεονάσματος στο εμπόριο αγροδιατροφικών προϊόντων της ΕΕ οφείλεται κυρίως στη μεγαλύτερη συμμετοχή προϊόντων υψηλής προστιθέμενης αξίας στις εξαγωγές, σε σχέση με τις πρώτες ύλες, ενώ η πλευρά των εισαγωγών εμφανίζεται πιο ισορροπημένη. Τρίτον, το αγροτικό εμπόριο της ΕΕ χαρακτηρίζεται από ιδιαίτερα μεγάλη γεωγραφική διασπορά τόσο ως προς τους προορισμούς όσο και ως προς τις πηγές προέλευσης. Η ΕΕ εξάγει κυρίως προς ανεπτυγμένες οικονομίες υψηλού εισοδήματος (ανεπτυγμένες σε πραγματικούς όρους, παρότι η Κίνα εξακολουθεί να κατατάσσεται στις αναπτυσσόμενες χώρες σύμφωνα με τα στατιστικά του ΠΟΕ), και εισάγει κυρίως από αναπτυσσόμενες χώρες, με μεγάλο αριθμό των οποίων διατηρεί προτιμησιακή μεταχείριση χωρίς δασμούς.
Ως αποτέλεσμα αυτής της ποικιλομορφίας, ο αγροδιατροφικός τομέας της ΕΕ είναι πιο ανθεκτικός σε μεγάλες διαταραχές του εμπορίου, καθώς μπορεί να αναζητήσει εναλλακτικές αγορές – όπως συνέβη με τη Ρωσία (η οποία έπεσε από το να αντιπροσωπεύει το 10% των εξαγωγών αγροδιατροφικών προϊόντων της ΕΕ στο μόλις 3%) και, αντιστρόφως, με την Κίνα (η οποία από 4% το 2012 ανέβηκε σχεδόν στο 10% το 2020, πριν υποχωρήσει στο 8% το 2022). Σταθερά, πάντως, το Ηνωμένο Βασίλειο αντιπροσωπεύει πάνω από το 20% των εξαγωγών αγροδιατροφικών προϊόντων της ΕΕ και το 10% των εισαγωγών, οι ΗΠΑ περίπου το 12% των εξαγωγών και το 7% των εισαγωγών, ενώ η Βραζιλία κυμαίνεται γύρω στο 10% των εισαγωγών της ΕΕ.
Η αιτιότητα των τάσεων – σχεδιασμός πολιτικής και επιπτώσεις μεταρρυθμίσεων
Η σταθερή πορεία των επιδόσεων της ΕΕ στο αγροτικό εμπόριο δεν είναι αποτέλεσμα τύχης ή συγκυριών, αλλά προϊόν σχεδιασμένης πολιτικής – της διαχρονικής πορείας των διαδοχικών μεταρρυθμίσεων της Κοινής Αγροτικής Πολιτικής (ΚΑΠ), οι οποίες, παρά τις αντιφάσεις και περιορισμούς τους, οδήγησαν την ευρωπαϊκή γεωργία από το 1992 έως το 2008 σε μια περισσότερο προσανατολισμένη προς την αγορά κατεύθυνση.
Μέσω της μείωσης των στηρίξεων τιμών αγοράς, της μερικής αποζημίωσης των αγροτών για την απώλεια εισοδήματος και της αποσύνδεσης των άμεσων ενισχύσεων από την παραγωγή, αλλά και με την κατάργηση των «ιερών αγελάδων» των ποσοστώσεων στο γάλα και τη ζάχαρη, η ΚΑΠ έδωσε στον ΟΟΣΑ τη δυνατότητα να παρουσιάσει, μέσω του Δείκτη Στήριξης Παραγωγού (PSE), ένα διάγραμμα μεταρρυθμίσεων σε παγκόσμιο επίπεδο. Αν αφαιρέσει κανείς την ΕΕ από την εικόνα, ελάχιστα απομένουν σε διεθνές επίπεδο ως παραδείγματα διαρκούς μεταρρύθμισης πολιτικής.
Τα παραπάνω ενδέχεται να μοιάζουν με ιστορία σε κάποιους, όμως ως πρόσφατη ιστορία έχουν σαφείς επιπτώσεις στη σημερινή πολιτική συζήτηση για το μέλλον της ΚΑΠ, όπως δείχνει ένα πρόσφατο παράδειγμα. Στη Διάσκεψη της ΓΔ AGRI για το Μέλλον της Ευρωπαϊκής Γεωργίας τον Μάιο του 2025, ο Αντιπρόεδρος της Επιτροπής Γεωργίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου χαρακτήρισε τις αποσυνδεδεμένες ενισχύσεις ως «τυφλές πληρωμές», εκφράζοντας έτσι έμμεσα την επιθυμία του (και άλλων) για επιστροφή σε κάποιο αόριστο σύστημα στήριξης που θα επικεντρώνεται σε προϊόντα και τιμές. Αυτό που χάνεται μέσα σε τέτοιες επιθυμίες είναι το γεγονός ότι οι ελάχιστοι τομείς που εξακολουθούν να στηρίζονται σε συνδεδεμένες ενισχύσεις συνεχίζουν να αντιμετωπίζουν προβλήματα ανταγωνιστικότητας στην ΕΕ. Εξίσου πραγματικότητα είναι ότι, κάθε άλλο παρά «τυφλές», οι αποσυνδεδεμένες ενισχύσεις ήταν αυτές που άνοιξαν τα μάτια των Ευρωπαίων παραγωγών ως προς τις ανάγκες της αγοράς – με ένα πρόσθετο δίχτυ ασφαλείας για την εισοδηματική στήριξή τους. Το αποτέλεσμα απεικονίζεται ξεκάθαρα στο Γράφημα 2 παρακάτω.
Η ΕΕ και οι άλλοι – νικητές και ένας εκπληκτικός ηττημένος
Το εμπόριο γεωργικών προϊόντων διατροφής παρουσίασε εντυπωσιακά κέρδη όχι μόνο στην ΕΕ αλλά και σε παγκόσμιο επίπεδο μετά τη συμφωνία του Γύρου της Ουρουγουάης για τη γεωργία (URAA) και τη δημιουργία του ΠΟΕ. Και παρόλο που αρκετές εμπορικές προστριβές και διαφωνίες έγιναν πρωτοσέλιδα, αποτέλεσαν ελάχιστο μέρος του συνολικού γεωργικού εμπορίου. Όπως σε κάθε συμβιβαστική συμφωνία, δεν ικανοποιούσαν όλους όλες οι πτυχές του πλαισίου του ΠΟΕ που ίσχυε στη γεωργία, ωστόσο όλα τα μέρη έπρεπε να αποδώσουν μέσα σε ένα γνωστό και σταθερό περιβάλλον. Και μέσα σε αυτό το περιβάλλον αξίζει να συγκρίνουμε τις εμπορικές επιδόσεις των πέντε μεγάλων αγροδιατροφικών συστημάτων.
Κατά τα πρώτα είκοσι χρόνια εφαρμογής της URAA η Βραζιλία ήταν ο ξεκάθαρος μεγάλος νικητής, αλλά οι ΗΠΑ και η ΕΕ είδαν επίσης τα εμπορικά τους πλεονάσματα να αυξάνονται μέχρι τα μέσα της προηγούμενης δεκαετίας. Η Ινδία είδε το μικρό της πλεόνασμα να αυξάνεται και μόνο η Κίνα παρουσίασε αυξανόμενο έλλειμμα, το οποίο οφείλεται κυρίως στη ζήτηση ζωοτροφών και ζωικών προϊόντων (γράφημα 3).
Από το 2014, ωστόσο, σημειώνεται μια σημαντική μεταμόρφωση στο παγκόσμιο τοπίο του αγροτικού εμπορίου, με τις ΗΠΑ να μειώνουν σταδιακά το παραδοσιακό τους εμπορικό πλεόνασμα στον τομέα των αγροδιατροφικών προϊόντων και να μετατρέπονται σε καθαρό εισαγωγέα, καθώς ο κόσμος έβγαινε από την πανδημία COVID. Και παρόλο που η ανάλυση των αιτιών αυτής της αλλαγής υπερβαίνει το πλαίσιο του παρόντος άρθρου, αξίζει να σημειωθεί ότι και στις ΗΠΑ η μεταβολή οφείλεται στον σχεδιασμό της εσωτερικής αγροτικής πολιτικής, η οποία εξακολουθεί να ευνοεί κατά βάση λίγα, εξαγωγικού προσανατολισμού χύδην εμπορεύσιμα προϊόντα, των οποίων η στήριξη είναι αντι-κυκλική σε σχέση με τις εξελίξεις των τιμών της αγοράς.
Είναι σε αυτό το περιβάλλον που, αντιμέτωπες με την αυξανόμενη είσοδο εισαγωγών από διάφορες προελεύσεις και σε ποικιλία προϊόντων, οι ΗΠΑ θεωρούν την εξέλιξη του εμπορικού ελλείμματος ως λόγο για μονομερείς ενέργειες (από απειλές μέχρι ευμετάβλητες και αυθαίρετες προσαρμογές δασμών). Αυτό όχι μόνο περιπλέκει τις εμπορικές τους σχέσεις με την ΕΕ, αλλά θέτει σε κίνδυνο τα ίδια τα θεμέλια του παγκόσμιου συστήματος κανόνων της μεταπολεμικής περιόδου, το οποίο προώθησαν κυρίως οι ίδιες οι ΗΠΑ.
Πραγματικές και αντιληπτές αδυναμίες και η συζήτηση περί «διατροφικής κυριαρχίας» στην ΕΕ
Οι ΗΠΑ δεν είναι το μόνο μέρος του κόσμου που εκφράζει μερκαντιλιστικούς προβληματισμούς για το εμπόριο. Στην ΕΕ, οι διαχρονικά αρνητικές απόψεις για την απελευθέρωση του εμπορίου έχουν ενισχυθεί λόγω των ανησυχιών που προκύπτουν από την εξάρτηση της Ένωσης από εισαγωγές πολλών πρώτων υλών, γεγονός που την καθιστά ευάλωτη σε παγκόσμια γεγονότα. Τόσο η COVID όσο και ο πόλεμος στην Ουκρανία, για εντελώς διαφορετικούς λόγους, τροφοδότησαν αυτή τη συζήτηση και οδήγησαν στην Έκθεση Ντράγκι για την ανταγωνιστικότητα (ή, ορθότερα, την έλλειψή της) της ΕΕ συνολικά.
Από την Έκθεση αυτή, ωστόσο, απουσίαζε το σύστημα της ευρωπαϊκής διατροφικής αλυσίδας, το οποίο σε αρκετούς τομείς παρουσιάζει υψηλό βαθμό ανταγωνιστικότητας — από το εμπόριο τροφίμων έως τα γεωργικά μηχανήματα (όπου η ΕΕ είναι σημαντικός προμηθευτής παγκοσμίως), την καινοτομία στα πρότυπα ασφάλειας τροφίμων, καθώς και σε έναν τομέα όπου η ΕΕ υπήρξε παγκόσμιος πρωτοπόρος από νωρίς: τις εφαρμογές παρατήρησης της γης στη γεωργία.
Από τις πολλές όψεις αυτής της συζήτησης, μία είναι χαρακτηριστική της διαφοράς μεταξύ αντιληπτών και πραγματικών αδυναμιών της γεωργίας της ΕΕ — το λεγόμενο «έλλειμμα πρωτεϊνών» της Ένωσης. Ο όρος αυτός αναφέρεται στο εμπορικό έλλειμμα σε μία μορφή πρωτεϊνών, εκείνων που προορίζονται για ζωοτροφές, ιδιαίτερα μέσω των εισαγόμενων σογιαμπίνων, οι οποίες εξετάζονται αποκομμένες από το πλεόνασμα που στηρίζουν με τη μορφή εξαγόμενης ζωικής πρωτεΐνης της ΕΕ. Ακόμη πιο σημαντική, όμως, είναι μία άλλη συχνά παραγνωρισμένη πραγματικότητα — ο ρόλος του πλεονασματικού εμπορικού ισοζυγίου της ΕΕ όσον αφορά τις διατροφικές πρωτεΐνες από δημητριακά, ιδιαίτερα το σιτάρι. Στην πραγματικότητα, όταν εξετάζει κανείς τη συνολική εικόνα του εμπορίου προϊόντων που συνδέονται με την παροχή διατροφικών πρωτεϊνών, αναδύονται δύο αποκλίνουσες εξελίξεις (βλ. Διάγραμμα 4).
Πρώτον, ενώ η τάση του εμπορικού ελλείμματος της ΕΕ στην κατηγορία των αροτριαίων καλλιεργειών, των ελαιούχων σπόρων και των πρωτεϊνούχων φυτών παραμένει μάλλον σταθερή με την πάροδο του χρόνου (οι κατά καιρούς διακυμάνσεις οφείλονται κυρίως σε εξωγενείς κλιματικούς παράγοντες ή στο κόστος εισροών), το πλεόνασμα στα ζωικά προϊόντα ακολουθεί σταθερά αυξητική πορεία, ενδεικτική της αύξησης της αποδοτικότητας και της ενίσχυσης της προστιθέμενης αξίας αυτών των εξαγωγών (π.χ. στα γαλακτοκομικά προϊόντα).
Δεύτερον, ο τομέας των σιτηρών της ΕΕ παρουσιάζει ένα μοναδικό χαρακτηριστικό σε σύγκριση με άλλους εξαγωγείς. Ενώ οι αποδόσεις των ελαιούχων σπόρων είναι περίπου ίδιες μεταξύ των βασικών παικτών (η απόδοση της σόγιας είναι περίπου 3 τόνοι ανά εκτάριο, είτε αναφερόμαστε στις ΗΠΑ, τη Βραζιλία, την Αργεντινή, τον Καναδά, την Κίνα ή την ΕΕ), οι αποδόσεις στο σιτάρι παρουσιάζουν μια τελείως διαφορετική εικόνα. Στους παραδοσιακούς εξαγωγείς σόγιας, οι αποδόσεις στο σιτάρι είναι παρόμοιες ή ελαφρώς χαμηλότερες από αυτές της σόγιας, ενώ στην ΕΕ οι αποδόσεις στο σιτάρι είναι σχεδόν διπλάσιες από αυτές της σόγιας (και η Κίνα επίσης έχει υψηλές αποδόσεις στο σιτάρι).
Κατά συνέπεια, εάν η ΕΕ επιχειρούσε να υποκαταστήσει τις εισαγόμενες σόγιες με εγχώρια παραγωγή, δεδομένης της έλλειψης διαθέσιμης γεωργικής γης, το πλεόνασμα εξαγωγών της ΕΕ στο σιτάρι θα μειωνόταν δραστικά, με τον κόσμο να αντιμετωπίζει ετήσιο έλλειμμα περίπου 30 εκατομμυρίων τόνων σιταριού σε σύγκριση με τα σημερινά επίπεδα.
Με άλλα λόγια, αντί να ενισχύσει τη «διατροφική κυριαρχία» της ΕΕ, μια τέτοια αλλαγή θα ήταν εις βάρος της παγκόσμιας επισιτιστικής ασφάλειας. Και παρότι συχνά προβάλλεται το επιχείρημα ότι μια τέτοια αλλαγή πρέπει να συνοδευτεί από διατροφικές μεταβολές που θα μειώσουν την κατανάλωση ζωικής πρωτεΐνης, τα χαρακτηριστικά της ευρωπαϊκής γεωργίας είναι τέτοια ώστε τόσο η διαθεσιμότητα εκτεταμένων βοσκοτόπων όσο και η πραγματικότητα των αποδόσεων των καλλιεργειών εξηγούν γιατί ακόμη και σε αυτή την περίπτωση τα πράγματα δεν θα αλλάξουν ουσιαστικά. Διότι δεν πρόκειται μόνο για οικονομικό, αλλά και για περιβαλλοντικό ζήτημα: οι αποδοτικότητες στη διαχείριση της γης στην ΕΕ, οι οποίες δεν έχουν πλήρως αποτυπωθεί στις εξελίξεις του αγροδιατροφικού εμπορίου της, έχουν σημασία για την παγκόσμια αποτελεσματικότητα στην προσφορά φυτικών και ζωικών προϊόντων ακόμη και εάν τέτοιες μεταβολές πραγματοποιηθούν.
Προσοχή σε τι εύχεστε…
Η ολοκλήρωση της συμφωνίας με τη Mercosur θα αποτελούσε για την ΕΕ τη λογική κατάληξη μιας μακράς πορείας απελευθέρωσης του εμπορίου, η οποία στηρίζεται σε ένα σαφές σύνολο αρχών. Κάποιος μπορεί να συμφωνεί ή να διαφωνεί με αυτές, ωστόσο τα αποτελέσματα από προηγούμενα βήματα αυτής της διαδικασίας (από τη Συμφωνία της Ουρουγουάης μέχρι τη CETA, τη συμφωνία με τον Καναδά) παρέχουν άφθονα τεκμήρια ότι η γεωργία της ΕΕ επωφελήθηκε από αυτή τη διαδικασία, όχι μόνο μέσω της αύξησης του εμπορικού ισοζυγίου, αλλά και μέσω της διαφοροποίησης των αγορών-προορισμών και των πηγών προμήθειας, στοιχεία που ενισχύουν την ανθεκτικότητα του αγροδιατροφικού τομέα της ΕΕ. Επιπλέον, οι «ευαίσθητοι» τομείς της γεωργίας έλαβαν πρόσθετη προστασία που μείωσε τις προκλήσεις τους (οι οποίες, παρεμπιπτόντως, εκφράζονται κατά κύριο λόγο σε εγχώριο επίπεδο, ακόμη και πριν την υπογραφή εμπορικών συμφωνιών). Παρά τους ισχυρισμούς, δεν υπάρχει αναλυτική τεκμηρίωση ότι η συμφωνία με τη Mercosur θα οδηγήσει σε κάτι δραματικά διαφορετικό.
Αντιθέτως, η παρούσα διαπραγμάτευση με τις ΗΠΑ είναι φύσει εντελώς διαφορετική. Η «συμμετρία» μέσω της «αμοιβαιότητας» στις εμπορικές ροές αποτελεί το βασικό σύνθημα της νέας στρατηγικής της αμερικανικής κυβέρνησης για τους εμπορικούς δασμούς. Ωστόσο, η υποκείμενη αρχή της είναι η απαίτηση συμμετρίας στο εμπόριο, τη στιγμή που η ίδια η φύση του εμπορίου βασίζεται στην ασυμμετρία που προκύπτει από το συγκριτικό πλεονέκτημα — όπως αποδεικνύει το σημαντικό πλεόνασμα των ΗΠΑ έναντι της ΕΕ στις υπηρεσίες, το οποίο συχνά παραβλέπεται στη σχετική συζήτηση. Οι βασικές αιτίες της υποχώρησης της ανταγωνιστικότητας των ΗΠΑ εντοπίζονται στις εσωτερικές οικονομικές τους πραγματικότητες, συμπεριλαμβανομένων των πολιτικών αγροτικής στήριξης.
Πού οδηγούν όλα αυτά;
Σύντομα θα το μάθουμε. Με την αποδοχή διαπραγμάτευσης μιας εμπορικής συμφωνίας με τις ΗΠΑ με όρους «αμοιβαιότητας», η ΕΕ αναγκάζεται να εισέλθει όχι απλώς σε ένα διαφορετικό πεδίο, αλλά σε ένα πεδίο όπου οι κανόνες του παιχνιδιού μετακινούνται συνεχώς και απρόβλεπτα. Η προσπάθεια να πειστεί το κοινό ταυτόχρονα ότι μια συμφωνία που οδηγεί σε χαμηλότερους δασμούς είναι θετική και μια άλλη που οδηγεί σε υψηλότερους δασμούς είναι επίσης θετική, δεν πρόκειται να βοηθήσει στην ενίσχυση της εμπιστοσύνης στην αξία του εμπορίου. Το πού μπορεί να οδηγήσει αυτό… είναι κάτι που δεν μπορεί κανείς να προβλέψει.
Ακολουθήστε το Agrocapital.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι τις ειδήσεις
Οι απόψεις που εκφράζονται στα σχόλια των άρθρων δεν απηχούν κατ’ ανάγκη τις απόψεις της ιστοσελίδας μας, το οποίο ως εκ τούτου δεν φέρει καμία ευθύνη. Για τα άρθρα που αναδημοσιεύονται εδώ με πηγή, ουδεμία ευθύνη εκ του νόμου φέρουμε καθώς απηχούν αποκλειστικά τις απόψεις των συντακτών τους και δεν δεσμεύουν καθ’ οιονδήποτε τρόπο την ιστοσελίδα.