Αγροτικές Ειδήσεις: CBAM: Πώς ο μηχανισμός άνθρακα αναδιαμορφώνει την τιμή των λιπασμάτων στην Ευρώπη

Αγροτικές Ειδήσεις: CBAM: Πώς ο μηχανισμός άνθρακα αναδιαμορφώνει την τιμή των λιπασμάτων στην Ευρώπη


Μόλις πριν λίγους μήνες, η ευρωπαϊκή αγορά λιπασμάτων άρχισε να ανακτά την ισορροπία της. Οι δασμοί στα ρωσικά λιπάσματα απόρροια της γεωπολιτικής σύγκρουσης στην Ουκρανία είχαν προκαλέσει ασφυκτική πίεση. Τιμές αναθεωρήθηκαν, εφοδιαστικές αλυσίδες αναδομήθηκαν, οι εισαγωγείς άρχισαν να αναζητούν νέα μονοπάτια.

Όταν το σύστημα σταθεροποιήθηκε, όλοι πίστεψαν ότι το κύμα είχε περάσει. Αλλά το πραγματικό τσουνάμι ερχόταν από τη Δύση.

Το Μηχανισμός Συνοριακής Προσαρμογής Άνθρακα (CBAM), μια από τις πιο φιλόδοξες αλλά και δυσνόητες πολιτικές του European Green Deal, ετοιμάζεται να τεθεί σε πλήρη εφαρμογή από τον Ιανουάριο του 2026. Και αυτή τη φορά, δεν πρόκειται για εμπορικό αντίπαλο, αλλά για την ίδια την Ευρωπαϊκή Ένωση.

Το CBAM δεν είναι απλώς ένα νέο ρυθμιστικό εργαλείο. Είναι ένας άμεσος φόρος στις εκπομπές CO₂ των εισαγόμενων προϊόντων  από το χάλυβα και το τσιμέντο μέχρι τα λιπάσματα και εδώ είναι το ζητούμενο. Και για τον κλάδο των αγροτικών εισροών, αυτό συνεπάγεται μια νέα, ανεξερεύνητη περίοδο κόστους, ανασφάλειας και επανεξέτασης στρατηγικών.

Η τιμή εκκίνησης του CBAM υπολογίζεται στα 40 ευρώ ανά τόνο CO₂ το 2026, με την προοπτική να φτάσει έως και τα 315 ευρώ το 2034. Οι επιπτώσεις για την αγορά λιπασμάτων είναι υπολογισμένες αλλά αμφισβητούμενες. Με βάση τις έως τώρα εκτιμήσεις, αυτό συνεπάγεται επιπλέον κόστος 70–80 ευρώ ανά τόνο ουρίας και 90–100 ευρώ για το νιτρικό αμμώνιο.

Το παράδοξο; Παρά το γεγονός ότι ο μηχανισμός έχει εγκριθεί και δημοσιευτεί στο Επίσημο Δελτίο της Ε.Ε. (Κανονισμός (ΕΕ) 2023/956), οι βασικές λεπτομέρειες λείπουν.

Σε μια σειρά από συνομιλίες που είχαμε με παράγοντες της αγοράς, εμπορικούς αναλυτές και τεχνοκράτες των Βρυξελλών  για άλλη είδηση πηγαίναμε, αλλά η πραγματικότητα μάς παρέσυρε αλλού (την άλλη θα σας την αποκαλύψουμε σύντομα) αυτό που προέκυψε, σχεδόν ψιθυριστά αλλά με έκδηλη ανησυχία, ήταν το εξής.

«Πώς είναι δυνατόν να μιλάμε για επιβάρυνση 40 ευρώ ανά τόνο CO₂ ήδη από το 2026, όταν η μείωση των δωρεάν δικαιωμάτων που υποτίθεται πως αντικατοπτρίζει το CBAM δεν ξεπερνά το 2,5%;»

Σύμφωνα με τους ίδιους, ακόμη και αν δεχθούμε ότι η παραγωγή ουρίας εκπέμπει 2 τόνους CO₂ ανά τόνο προϊόντος, με τρέχουσα τιμή ETS στα 75 ευρώ, το τελικό επιπλέον κόστος δεν ξεπερνά τα 4 ευρώ ανά τόνο. «Υπάρχει μια θεμελιώδης απόκλιση που ακόμα δεν έχει εξηγηθεί, ούτε από την Επιτροπή ούτε από τους σχεδιαστές του CBAM», σημειώνουν χαρακτηριστικά.

Το μεγαλύτερο κενό, όμως, είναι ποιοτικό και όχι ποσοτικό: η Ευρωπαϊκή Επιτροπή δεν έχει ακόμη δημοσιεύσει τις “πρότυπες τιμές εκπομπών” που θα χρησιμοποιηθούν ως σημείο αναφοράς για κάθε προϊόν. Αυτό σημαίνει ότι κανείς εισαγωγέας δεν γνωρίζει πόσο θα κοστίσει πραγματικά μια παρτίδα λιπάσματος από την Αίγυπτο, την Ινδία ή την Αλγερία, όταν περάσει τα σύνορα της Ε.Ε.

Κι όμως, σε τέσσερις μόλις μήνες, ξεκινά η δοκιμαστική περίοδος και η αγορά εξακολουθεί να κινείται στα τυφλά.

Οι εισαγωγείς, αναθεωρούν ήδη τις προελεύσεις τους, ελπίζοντας να αποφύγουν τις πρώτες “παγίδες” του CBAM. Οι ευρωπαίοι παραγωγοί λιπασμάτων, που κάποτε αντιμετώπιζαν τους εξωευρωπαϊκούς ανταγωνιστές ως φθηνότερη απειλή, τώρα διαβλέπουν ένα παράθυρο ευκαιρίας. Όμως κι αυτοί δεν είναι απρόσβλητοι καθώς καταργούνται σταδιακά τα δωρεάν δικαιώματα CO₂, οι εγχώριες τιμές παραγωγής απειλούνται να εκτιναχθούν και το όφελος ίσως αποδειχθεί εφήμερο.

Και στη βάση της αλυσίδας, οι αγρότες. Έχοντας υπομείνει τρεις συνεχόμενες χρονιές αύξησης κόστους, με τα λιπάσματα να απορροφούν έως και το 30% του συνολικού κόστους παραγωγής σε καλλιέργειες όπως το καλαμπόκι και το σιτάρι, οι παραγωγοί καλούνται να αντιμετωπίσουν άλλη μία επιβάρυνση που δεν ελέγχουν, δεν επέλεξαν και δύσκολα μπορούν να την μετακυλίσουν.

Η Κοινή Αγροτική Πολιτική, όσο και αν παρέχει προστατευτικά δίκτυα, δεν έχει σχεδιαστεί για να αντιμετωπίσει συστημικά σοκ στις αγορές λιπασμάτων. Και αυτό, σύμφωνα με γνώστες του χώρου, θα μπορούσε να οδηγήσει είτε σε νέα αιτήματα ενισχύσεων, είτε το πιο ανησυχητικό σε μείωση χρήσης λιπασμάτων με συνέπειες στην παραγωγικότητα.

Η Ευρώπη επιχειρεί να γράψει τον νέο κανόνα της κλιματικής ισότητας στα σύνορά της. Αλλά αν δεν εξηγήσει ποιος πληρώνει, πόσο και γιατί, τότε οι επιπτώσεις δεν θα είναι μόνο εμπορικές ή αγροτικές  αλλά θεσμικές και πολιτικές.

Η αγροδιατροφική ασφάλεια της Ευρώπης δεν αποτελεί μια ακόμη γραφειοκρατική παράμετρο σε ψυχρά τεχνικά κείμενα. Είναι το τελευταίο ανάχωμα συνοχής σε μια ήπειρο που δοκιμάζεται διαρκώς. Κι όταν αυτό το ανάχωμα αρχίζει να υποχωρεί, όχι εξαιτίας πολέμων ή ξηρασιών, αλλά λόγω ασάφειας, καθυστερήσεων και σωρευτικών σοκ, τότε το ερώτημα δεν είναι ποιος φταίει. Είναι πώς μπορεί να διασωθεί το αυτονόητο: η ασφάλεια της τροφής και, μαζί της, η σταθερότητα της κοινωνίας.

Το ερώτημα δεν είναι αν θα αντέξει η Ευρώπη.  Είναι αν θα αντέξουμε εμείς. Γιατί εδώ, στην άκρη της Ένωσης, δεν εξάγουμε αυτάρκεια  εισάγουμε τα πάντα, λιπάσματα, ενέργεια, θεσμούς, κανονισμούς.

Κι αν σπάσει ο κρίκος της αγροδιατροφής, δεν θα προλάβουμε να μιλήσουμε για πράσινες μεταβάσεις. Θα μετράμε μόνο απώλειες.

Ακολουθήστε το Agrocapital.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι τις ειδήσεις

Οι απόψεις που εκφράζονται στα σχόλια των άρθρων δεν απηχούν κατ’ ανάγκη τις απόψεις της ιστοσελίδας μας, το οποίο ως εκ τούτου δεν φέρει καμία ευθύνη. Για τα άρθρα που αναδημοσιεύονται εδώ με πηγή, ουδεμία ευθύνη εκ του νόμου φέρουμε καθώς απηχούν αποκλειστικά τις απόψεις των συντακτών τους και δεν δεσμεύουν καθ’ οιονδήποτε τρόπο την ιστοσελίδα.‌‌

Ροή Ειδήσεων