Φόβοι για ενεργειακή ανάφλεξη τιμών λόγω Μέσης Ανατολής

Τέτοια είναι η αβεβαιότητα που προκαλεί σε χώρες με υψηλή εξάρτηση από το ρωσικό αέριο, όπως η Ελλάδα (40% των συνολικών μας εισαγωγών στο πεντάμηνο) το αμφιλεγόμενο πακέτο που ανακοίνωσε χθες η Κομισιόν για σταδιακή απαγόρευση των εισαγωγών αερίου από τη Μόσχα, αρχής γενομένης από την 1η Ιανουαρίου 2026, προκαλώντας ανάμεικτες αντιδράσεις στις χώρες-μέλη.
Σαν αποτέλεσμα των παραπάνω, το φυσικό αέριο αυξήθηκε μέσα σε μια ημέρα κατά 3,4%, φτάνοντας μια ανάσα από τα 40 €/ MWh (39,7 €/ MWh) και το βασικό ερώτημα στο οποίο δεν έχει καταφέρει να απαντήσει πειστικά η Επιτροπή είναι με ποιο τρόπο η απεξάρτηση από το ρωσικό αέριο θα φέρει και χαμηλότερες τιμές ειδικά στη ΝΑ Ευρώπη, όπου το μερίδιό του παραμένει υψηλό.
Η πρώτη παράμετρος που πυροδοτεί ανοδικές τάσεις αφορά φυσικά τη κατάσταση στη Μέση Ανατολή. Σε μια συγκυρία όπου το Ιράν δείχνει όλο και περισσότερο να «στριμώχνεται στα σχοινιά», αυξάνονται οι φωνές στη Τεχεράνη, να ενεργοποιήσει το πανίσχυρο όπλο που διαθέτει, δηλαδή να κλείσει τα Στενά του Ορμούζ.
«Αν λάβετε υπόψιν ότι από τα Στενά του Ορμούζ διέρχεται το 50% του παγκόσμιου εμπορίου LNG, τότε μπορείτε να συνειδητοποιήσετε την έκταση της κρίσης αν αυτά κλείσουν. Δεν μιλάω μόνο για την ασφάλεια του εφοδιασμού, αλλά μιλάω και για πιθανές υψηλές τιμές», ανέφερε χθες μιλώντας στο συνέδριο «Energy Transition Summit» της Καθημερινής και των FT, ο Chief Executive Director της METLENΜΥΤΙΛ 0,00% στον τομέα της Ενέργειας Γιάννης Καλαφατάς, σχολιάζοντας ότι όλο το υγροποιημένο αέριο του Κατάρ διέρχεται από εκεί, καθώς επίσης και κάποια φορτία από τις ΗΠΑ. Συνολικά το 75% των ποσοτήτων που διέρχονται μέσω των Στενών κατευθύνονται στην Ασία και το 25% στην Ευρώπη.
To «στοπ» στο ρωσικό αέριο και το ερώτημα των τιμών
Την ίδια ωστόσο στιγμή που αυξάνονται οι φόβοι ως προς το πώς θα αντιδράσει η Τεχεράνη στη πίεση που δέχεται, η Κομισιόν ανακοίνωσε χθες το σχέδιο σταδιακού τερματισμού των ρωσικών εισαγωγών ρωσικού αερίου.
Σε ένα τάιμινγκ υψηλής νευρικότητας για τις παγκόσμιες αγορές ενεργειακών προϊόντων, οι Βρυξέλλες επέλεξαν να ανακοινώσουν ένα αμφιλεγόμενο σχέδιο, όπως δείχνουν και οι πρώτες αντιδράσεις πολλών χωρών, συμβάλλοντας με το τρόπο τους, όπως λένε κάποιοι αναλυτές, στο γενικότερο κλίμα αβεβαιότητας.
Στο πλαίσιο αυτό, το «στοπ» στο ρωσικό αέριο θα επιβληθεί σταδιακά, με πρώτο ορόσημο την 1η Ιανουαρίου 2026, ημερομηνία μετά την οποία θα απαγορευτούν οι νέες συμβάσεις με τη Gazprom
Σε δεύτερο στάδιο, οι εισαγωγές στο πλαίσιο των υφιστάμενων βραχυπρόθεσμων συμβάσεων θα σταματήσουν έως τις 17 Ιουνίου 2026. Εξαίρεση αποτελούν εκείνες για το αέριο αγωγών που συνδέεται με μακροπρόθεσμα συμβόλαια, τα οποία θα συνεχίσουν να επιτρέπονται έως τα τέλη του 2027 (3ο στάδιο). Τότε σταματούν οριστικά και αυτές οι εισαγωγές που αφορούν μακροχρόνιες συμβάσεις.
Στη πραγματικότητα αυτό που ανησυχεί τις χώρες που εισάγουν ακόμη ρωσικό αέριο, από την Ουγγαρία και τη Σλοβακία, μέχρι την Ιταλία, την Αυστρία και την Ελλάδα (παρ’ ότι δεν υπάρχει ακόμη κάποια δημόσια τοποθέτηση), είναι κατά πόσο η κάλυψη των αναγκών της Ευρώπης αμιγώς από LNG έχει συνυπολογίσει και τον παράγοντα της τιμής.
Αν κάποιος παραμερίσει το αμιγώς πολιτικό σκέλος της υπόθεσης, το υγροποιημένο αέριο, ακριβώς επειδή μεταφέρεται με πλοία και άρα είναι πιο ευάλωτο στους γεωπολιτικούς κινδύνους κοστίζει de facto ακριβότερα από το (ρωσικό) αέριο αγωγών.
Σήμερα το 50% του LNG που διακινείται στην Ευρώπη και το 25% του συνολικού φυσικού αερίου που πωλείται στην ΕΕ (τόσο μέσω πλοίων, όσο και μέσω αγωγών) είναι αμερικανικό. Αλλά αθροίζοντας τις δαπάνες για υγροποίηση, μεταφορικά και αεριοποίηση, φτάνει στην Ευρώπη με κόστος 20-25 €/ MWh και πωλείται σε τιμή market και υπερδιπλάσια του κόστους. Δηλαδή προς 39,7 €/ MWh, όσο η τρέχουσα διακύμανση στον ολλανδικό κόμβο του TTF.
Τις παραπάνω ανησυχίες δείχνουν και οι πρώτες τοποθετήσεις κυβερνήσεων που εισάγουν ακόμη ρωσικούς όγκους. Στη περίπτωση της Ιταλίας, που πέρσι ήταν ο μεγαλύτερος εισαγωγέας ρωσικού αερίου στην ΕΕ, πηγές της κυβέρνησης Μελόνι αφήνουν να εννοηθεί πως θα μπορούσε να επανεξετάσει τις εισαγωγές μετά τη λήξη του πολέμου στην Ουκρανία.
Η Αυστρία, άλλος μεγάλος εισαγωγέας ρωσικού αερίου, φαίνεται να υποστηρίζει ότι η ΕΕ πρέπει να είναι ανοιχτή στο ενδεχόμενο επανέναρξης των εισαγωγών από τη Gazprom σε περίπτωση που επιτευχθεί ειρηνευτική συμφωνία με την Ουκρανία.
Ακόμη και χώρες ωστόσο, με μικρότερη παρουσία ρωσικού αέριου στο ενεργειακό τους μείγμα, που αφορά αποκλειστικά το LNG, από την Ισπανία και το Βέλγιο μέχρι την Ολλανδία και τη Γαλλία, επισημαίνουν ότι ναι μεν στηρίζουν την απαγόρευση, ωστόσο ανησυχούν για τους νομικούς κινδύνους που συνεπάγεται η απόφαση. Και τον κίνδυνο πολλές ευρωπαϊκές εταιρείες να αναγκαστούν να καταβάλουν παχυλές αποζημιώσεις στη Gazprom, προκειμένου να «σπάσουν» τις μεταξύ τους συμβάσεις.
Στον αντίποδα η Κομισιόν δεν ανησυχεί για τις τιμές. Σύμφωνα με κείμενο που συνοδεύει τις χθεσινές ανακοινώσεις, οι παγκόσμιες προμήθειες LNG πρόκειται να αυξηθούν ραγδαία, ενώ η συνολική ζήτηση για αέριο στην ΕΕ αναμένεται να μειωθεί.
Η επιχειρηματολογία στηρίζεται στο γεγονός ότι με την ολοκλήρωση της πράσινης μετάβασης, η ΕΕ πρόκειται να αντικαταστήσει έως και 100 bcm φυσικού αερίου έως το 2030, γεγονός που μεταφράζεται σε μειωμένη ζήτηση κατά 40-50 bcm ήδη από το 2027. Ταυτόχρονα, η παγκόσμια παραγωγή LNG αναμένεται να αυξηθεί κατά περίπου 200 bcm έως το 2028, ποσότητα πέντε φορές μεγαλύτερη από τις τρέχουσες εισαγωγές ρωσικού αερίου στην ΕΕ.
Δομικές αδυναμίες, καύσωνας και futures
Η Ελλάδα ανήκει στη κατηγορία των χωρών με υψηλή εξάρτηση από το ρωσικό αέριο. Αν και στα τέλη του 2024, το μέσο μερίδιο των εισαγωγών ρωσικού αερίου στην ΕΕ ήταν 19% (από 45% πριν την ρωσική εισβολή στην Ουκρανία), το ποσοστό στη χώρα μας έφτανε το 51,6%. Στο δε, πεντάμηνο Ιανουαρίου-Μαΐου 2025 παρέμενε στο 40,3% των εισαγωγών σύμφωνα με το Green Tank.
Η τρίτη παράμετρος της ανησυχίας των παραγόντων της αγοράς αφορά τις γνωστές δομικές αδυναμίες της ΝΑ Ευρώπης ενόψει του κρίσιμου Ιουλίου. Τα πολύ χαμηλά υδροηλεκτρικά αποθέματα, τις περιορισμένες διασυνδέσεις, τη μειωμένη τους χωρητικότητα και την απουσία επενδύσεων σε ευελιξία, δηλαδή όλα εκείνα τα «εύφλεκτα υλικά», για τα οποία δεν έχει αλλάξει το παραμικρό από πέρυσι και αρκεί απλώς ένας ισχυρός καύσωνας για να ζήσουμε ένα νέο ράλι τιμών στο ρεύμα.
Στο ερώτημα κατά πόσο για το μόνιμο gap τιμών μεταξύ ΝΑ Ευρώπης και Βόρειας, ευθύνεται το μοντέλο ο περίφημος αλγόριθμος (flow based market coupling) που μπορεί να μειώνει ή και να μηδενίζει τη μεταφορική ικανότητα των διασυνοριακών διασυνδέσεων της Γερμανίας με την Αυστρία και κατ’ επέκταση προς την Ουγγαρία, το στέλεχος της Metlen έχει άλλη άποψη.
«Οι μεγάλες αποκλείσεις τιμών οφείλονται ευθέως στις δομικές αδυναμίες των συστημάτων της ΝΑ Ευρώπης και στην ελλιπή χωρητικότητα των δικτύων. Δεν έχουμε επενδύσει όσα θα έπρεπε ούτε ως προς το capacity των διασυνοριακών διασυνδέσεων, ούτε ως προς την ευελιξία», ανέφερε.
Οι αγορές πάντως βλέπουν ανοδικές τιμές για το καλοκαίρι, όπως δείχνουν τα futures. Στην περίπτωση της Ελλάδας, ενώ για τον Ιούνιο γίνονται πράξεις στα 85,64 €/MWh, για τον Ιούλιο εκτινάσσονται στα 126,25 €/MWh.
Το ίδιο και στη περίπτωση της πάντα «επικίνδυνης» Ουγγαρίας, απ’ όπου και ξεκίνησε η περυσινή κρίση, όπου από 85,97 €/MWh για τον Ιούνιο, οι πράξεις απογειώνονται στα 125,47 €/MWh για τον Ιούλιο. Και στη μεγαλύτερη ευρωπαϊκή αγορά, τη γερμανική, τα νούμερα δείχνουν 66,14 €/MWh (Ιούνιος), 84,31 €/MWh (Ιούλιος), 88,40 €/MWh (Αύγουστος) και 96,82 €/MWh (Σεπτέμβριος).
Πηγή:euro2day.gr
Οι απόψεις που εκφράζονται στα σχόλια των άρθρων δεν απηχούν κατ’ ανάγκη τις απόψεις της ιστοσελίδας μας, το οποίο ως εκ τούτου δεν φέρει καμία ευθύνη. Για τα άρθρα που αναδημοσιεύονται εδώ με πηγή, ουδεμία ευθύνη εκ του νόμου φέρουμε καθώς απηχούν αποκλειστικά τις απόψεις των συντακτών τους και δεν δεσμεύουν καθ’ οιονδήποτε τρόπο την ιστοσελίδα.