Αγροτικές Ειδήσεις: Η “Συμφωνία της Αλάσκας” αλλάζει τα πάντα: Πώς ο Τραμπ και ο Πούτιν αναδιατάσσουν την παγκόσμια γεωργία

Η ελληνική γεωργία εισέρχεται σε μια περίοδο στρατηγικής δοκιμασίας. Ενώ ο υπόλοιπος κόσμος μετατρέπει την τροφή σε εργαλείο διπλωματικής επιρροής όπως μας απέδειξαν οι εξαγωγικές στρατηγικές της Ισπανίας, της Ιταλίας και άλλων ευρωπαϊκών χωρών στο πλαίσιο συμφωνιών όπως η Mercosur — εμείς επιμένουμε να τη βλέπουμε ως διοικητική υποχρέωση και απορροφητήρα κοινοτικών πόρων. Οταν σε μια παγκόσμια πραγματικότητα όπου η γεωργία παύει να είναι οικονομικός τομέας και καθίσταται υποδομή ασφαλείας, η Ελλάδα εξακολουθεί να λειτουργεί με λογικές άλλων δεκαετιών.
Η συνάντηση Τραμπ–Πούτιν στην Αλάσκα, αν και δεν κατέληξε σε συμφωνία, αποκάλυψε με τον πιο ξεκάθαρο τρόπο τη νέα παγκόσμια αρχιτεκτονική: δεν υπάρχουν πλέον θεσμικά κέντρα, αλλά ad hoc ισορροπίες. Η ισχύς μετριέται σε νερό, σιτηρά και logistics. Και όποιος έχει τρόφιμα, δεν περιμένει να ερωτηθεί μιλά πρώτος.
Η γεωργία δεν είναι πια ένας τομέας της οικονομίας. Είναι το νέο όπλο κρατικής επιρροής, μια υποδομή εθνικής ασφάλειας, ένας κρίκος στρατηγικής ισχύος σε έναν κόσμο που δεν περιμένει θεσμούς, αλλά διαπραγματεύεται με τα χέρια βρώμικα. Από τη στιγμή που ο Ντόναλντ Τραμπ και ο Βλαντιμίρ Πούτιν κάθισαν στην ίδια σκηνή στην Αλάσκα, χωρίς να υπογράψουν τίποτα αλλά να καταστήσουν σαφές πως οι θεσμοί δεν αρκούν, οι παγκόσμιοι κανόνες αντικαθίστανται από περιφερειακές ισορροπίες, άμεσες συμφωνίες και επιλεκτικές εξαρτήσεις. Μέσα σε αυτή τη μετάβαση, τα τρόφιμα δεν είναι απλώς ανάγκη ή προϊόν είναι εργαλείο ισχύος. Και η Ελλάδα, αν και παραγωγός, παραμένει εκτός παιχνιδιού.
Παράγει, αλλά δεν επεξεργάζεται. Εξάγει, αλλά δεν διαπραγματεύεται. Εισάγει, χωρίς στρατηγική.
Και ενώ ο κόσμος γράφει νέους κανόνες ισχύος μέσω των τροφίμων, η Ελλάδα δείχνει να επιμένει σε παλιές συνήθειες. Όμως στη νέα γεωπολιτική πραγματικότητα, δεν αρκεί να είσαι παρών στον χάρτη. Πρέπει να είσαι και στο τραπέζι.
Η ελληνική γεωργία το 2023 παρήγαγε αγαθά αξίας περίπου 11,2 δισ. ευρώ, σύμφωνα με τη Eurostat. Περίπου 32% αυτής της παραγωγής αφορούσε φρούτα, λαχανικά και ελαιόλαδο – δηλαδή προϊόντα που έχουν δυνατότητα υψηλής προστιθέμενης αξίας. Παρ’ όλα αυτά, η χώρα εξακολουθεί να εξάγει κυρίως πρώτες ύλες και να εισάγει μεταποιημένα τρόφιμα, συσκευασμένα προϊόντα, ακόμα και βασικά είδη όπως όσπρια, δημητριακά ή βούτυρο. Το 2020, οι εξαγωγές αγροδιατροφικών προϊόντων ανήλθαν στα 6,334 δισ. ευρώ, αλλά οι εισαγωγές άγγιξαν τα 4,865 δισ. ευρώ – δηλαδή πάνω από το 13% των συνολικών εισαγωγών. Και το χειρότερο; Από το ισχνό εξαγωγικό πλεόνασμα, το 70% προήλθε από χύμα ελαιόλαδο και νωπά προϊόντα χωρίς επωνυμία ή μεταποίηση.
Το 2024, οι συνολικές εισαγωγές της Ελλάδας έφτασαν τα 84,9 δισ. ευρώ, με τα αγροτικά και διατροφικά προϊόντα να έχουν αυξανόμενο μερίδιο συμμετοχής. Η Ελλάδα είναι πλέον μια χώρα που εξαρτάται από ξένα ράφια για βασικά είδη διατροφής, παρά την αυτάρκεια που θα μπορούσε να είχε δομήσει. Αυτό δεν είναι αποτέλεσμα εδαφικής αδυναμίας. Είναι απόδειξη διοικητικής σκέψης σε έναν στρατηγικό κόσμο. Οι αποφάσεις παραγωγής δεν ακολουθούν τη ζήτηση, αλλά την προκήρυξη του κάθε μέτρου. Οι καλλιέργειες δεν σχεδιάζονται για να στηρίξουν την εφοδιαστική των Βαλκανίων ή της Ανατολικής Μεσογείου, αλλά για να δικαιολογήσουν επιλέξιμες δαπάνες.
Η έλλειψη μεταποίησης, branding, διακρατικών εμπορικών συμφωνιών και συντονισμένων logistics κρατά τη χώρα παγιδευμένη σε μια αλυσίδα χαμηλής αξίας. Ενώ η Κίνα αγοράζει γεωργική γη στη Νότια Αμερική και κατασκευάζει αγροτικά λιμάνια στην Αφρική, η Ρωσία πουλά σιτηρά ως μοχλό πολιτικής στους πελάτες της στη Μέση Ανατολή και η Αμερική επενδύει μαζικά στην αγροτεχνολογία για πλήρη αυτάρκεια, η Ελλάδα περιορίζεται σε μια διαχείριση αποδοχής ενισχύσεων χωρίς ορίζοντα.
Η γεωργία δεν είναι επιδότηση, είναι εξουσία – και η Ελλάδα χάνει το στοίχημα
Ακόμα και σε χρονιά υψηλών επιδοτήσεων και ευνοϊκών συνθηκών, το καθαρό επιχειρηματικό εισόδημα για τους μικρούς και μεσαίους αγρότες παραμένει χαμηλό, με την άμεση στήριξη να καλύπτει άνω του 20% των εσόδων. Αυτό συνιστά δομική ανεπάρκεια: η επιδότηση έχει αντικαταστήσει το κέρδος ως οδηγό επιβίωσης. Οι αγρότες δεν βλέπουν τον εαυτό τους ως στρατηγικό στοιχείο της χώρας και η Πολιτεία δεν τους αντιμετωπίζει ως τέτοιους.
Η γεωργία μπορεί να αποτελέσει μοχλό περιφερειακής επιρροής. Η Ελλάδα θα μπορούσε να λειτουργεί ως κέντρο επισιτιστικής σταθερότητας στη Νοτιοανατολική Ευρώπη, παρέχοντας μεταποιημένα προϊόντα με εγγυημένη ποιότητα και γεωγραφική εγγύτητα. Η αναδιάταξη του χαρτοφυλακίου παραγωγής είναι το πρώτο βήμα αποδέσμευση από το βαμβάκι ως εθνική εμμονή, ενίσχυση βασικών ελλειμματικών προϊόντων, επανεκκίνηση της κτηνοτροφίας και των γαλακτοκομικών ως φορέων σταθερότητας και όχι “ευαίσθητων τομέων”. Παράλληλα, απαιτείται αποκατάσταση της εμπορικής εφοδιαστικής αλυσίδας, σύνδεση με επενδυτές, και ενίσχυση της γεωργικής μεταποίησης σε περιφερειακό επίπεδο από το σιτάρι έως την κονσέρβα, από το κρασί έως την παιδική διατροφή.
Η γεωργία δεν είναι πλέον εθνική ευαισθησία. Είναι διπλωματική ταυτότητα. Είναι το νέο soft power στον παγκόσμιο χάρτη. Και για την Ελλάδα, ήρθε η ώρα να ξαναδιατυπώσει το ερώτημα: όχι πόσες επιδοτήσεις θα πάρει, αλλά ποια θέση θέλει να έχει όταν τα τρόφιμα γίνουν παγκόσμια γλώσσα ισχύος. Όχι ως σύνθημα, αλλά ως επιχειρησιακή ικανότητα. Διότι το φαγητό δεν είναι απλώς καθημερινή ανάγκη. Είναι δομή τάξης. Και όποιος το προσφέρει, γράφει τους κανόνες.
Ακολουθήστε το Agrocapital.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι τις ειδήσεις
Οι απόψεις που εκφράζονται στα σχόλια των άρθρων δεν απηχούν κατ’ ανάγκη τις απόψεις της ιστοσελίδας μας, το οποίο ως εκ τούτου δεν φέρει καμία ευθύνη. Για τα άρθρα που αναδημοσιεύονται εδώ με πηγή, ουδεμία ευθύνη εκ του νόμου φέρουμε καθώς απηχούν αποκλειστικά τις απόψεις των συντακτών τους και δεν δεσμεύουν καθ’ οιονδήποτε τρόπο την ιστοσελίδα.